Απόψεις

Ο Χριστός δεν κοιτάζει χρώμα, έθνος αλλά καρδιές

Άλλο ένα ορθόδοξο μανιφέστο, κι ας μου επιτραπεί η έκφραση, θα διαβαστεί αύριο Κυριακή κατά το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Πρόκειται για τη γνωστή παραβολή του καλού Σαμαρείτη (Λουκ. 10, 25 – 37).
Ο πλησίον σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν της παραβολής, στη συζήτηση μεταξύ ενός νομικού και του Χριστού, είναι ο άλλος, ο «ξένος και μετανάστης» κατά Γρηγόριο Νύσση, ο οποίος δεν είναι «εγώ». Ο διαφορετικός από εμένα, ο αλλόθρησκος, κάποιος με διαφορετική εθνότητα από τη δική μου, με διαφορετική γλώσσα, χρώμα, πεποιθήσεις κοινωνικές, πολιτικές, ακόμη και με διαφορετικές από τις δικές μου σεξουαλικές προτιμήσεις. Αυτός που φαινομενικά δεν με συνδέει τίποτε μαζί του. Με λίγα λόγια; Ο απόλυτα «άλλος».
Κι αν φαινομενικά, τίποτε δεν με συνδέει μαζί του, εντούτοις μας συνδέει η κοινή φύση, για την οποία κάνει λόγο ο Νύσσης στις ομιλίες του καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο Πατέρα, μία είναι η είσοδος στον βίο για όλους, ένας ο τρόπος της ζωής για όλους, μία η κατασκευή των σωμάτων και η καταστροφή του βίου. Ο απόστολος Παύλος με πολύ ωραίο τρόπο θα το πει αλλιώς και θα προλάβει κάθε κοινωνιολογική και φιλοσοφική θεωρία που κηρύττει την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Θα πει λοιπόν, πως «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 28).
Ο Σαμαρείτης της παραβολής έγινε τα πάντα για όλους, όπως πάλι θα έλεγε ο Παύλος. Δεν κοίταξε την διαφορετική εθνότητα και τις πεποιθήσεις του πεσμένου και πληγωμένου στο έδαφος, αλλά τον αγάπησε όπως τον εαυτό του, κι έτσι κατέστη αληθινός φίλος του Χριστού. Ο Σαμαρείτης αυτός, ένα πρόσωπο που απεχθανόταν ο κάθε Ισραηλίτης λόγω συγκρούσεων που είχαν, γίνεται γροθιά στο ευσεβιστικό, ηθικιστικό θρησκευτικό κατεστημένο και περιποιείται έναν ξένο. Απροϋπόθετα και κενωτικά. Αυτό που δεν έπραξε ο ιερέας και ο Λευΐτης, όπως ο καθένας θα περίμενε, το πράττει ένας εχθρός, ένας ξένος, το απόλυτα διαφορετικό από τον πεσμένο ταξιδιώτη στο έδαφος.
Αυτή η έννοια, η φροντίδα, εν τέλει η αγάπη προς τον κάθε διαφορετικό δεν είναι ξένη προς το πρόσωπο του Χριστού. Ο Θεός βγήκε πρώτος από τη βεβαιότητα της θεϊκής Του φύσεως και ντύθηκε την ανθρώπινη σάρκα, το εντελώς ξένο και διαφορετικό για Εκείνον.
Δεν φοβήθηκε μήπως μολυνθεί από τη σάρκα, δεν ντράπηκε για το σώμα, όπως θα ντρεπόταν ο νεοπλατωνικός Πλωτίνος, αλλά πραγματοποίησε την έξοδο από τον Εαυτό Του. Και προσέξετε, όχι απλώς για να συναντήσει τον άνθρωπο, αλλά να ντυθεί τον άνθρωπο χωρίς όμως την αμαρτία.
Έτσι, ο Σαμαρείτης δεν αντιβαίνει τη «διάταξη του πνεύματος», όρο που χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος Νύσσης, ερμηνεύοντας την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Και ποια είναι η διάταξη αυτή κατά Νύσσης; Η «μη αλλοτρίωση των κοινωνούντων της φύσεως», δηλαδή το μη ξεθώριασμα της κοινής φύσης των ανθρώπων που είναι ο Θεός. Κι εδώ στον λόγο του ο Νύσσης, περιγράφει με ζωηρές εικόνες ένα γεγονός από την ίδια τη ζωή. Ρωτώντας στον αναγνώστη «δεν νιώθεις οίκτο για όσα βλέπεις να έχουν συμβεί στον πεσμένο στο έδαφος;», σημειώνει πως ο κυνηγός φροντίζει ακόμη και για το σκυλί του και του δίνει το κρεβάτι του να κοιμηθεί και ο γεωργός φιλάει το μοσχάρι, φροντίζοντας για τα τραύματα τους.
Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη διαπνέει σε υφολογικό και οντολογικό περιεχόμενο τον ορθόδοξο ανθρωπισμό.
Τον ανθρωπισμό που διαφέρει από εκείνον του Διαφωτισμού, των φιλοσοφικών ρευμάτων που απάντησαν (άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε ανεπιτυχώς) στις υπαρξιακές αγωνίες του πάσχοντος ανθρώπου, του κομμουνισμού, των υπολοίπων πολιτικών και κοινωνιολογικών θεωριών που έβαζαν πρώτο τον άνθρωπο και τα δικαιώματα του. Την ισότητα όλων των ανθρώπων, τις αρχές της δικαιοσύνης και της φιλανθρωπίας, τις διεκήρυξε πρώτος ο Χριστός και κατόπιν ο απόστολος Παύλος και οι Πατέρες. Κανένα πολιτικό σύστημα, καμία φιλοσοφική θεωρία και καμία κοινωνιολογική αρχή.
Όλες αυτές οι τελευταίες, διακήρυξαν απλά την αγάπη ως ηθική ιδιότητα του ανθρώπου, τον άνθρωπο ως υπόσταση ίση απέναντι στους άλλους, επιδιώκοντας όμως με τον τρόπο αυτό, όχι να προστατέψουν τον άνθρωπο, αλλά να φτάσουν βαθύτερα, στο πέσιμο του καπιταλισμού. Ο άνθρωπος όμως, ο κάθε άνθρωπος, είτε είναι αναρχικός, είτε δούλος, είτε ομοφυλόφιλος, είτε πλούσιος, είτε φτωχός, είτε γνωστός, είτε άγνωστος, δεν είναι ένα πρόσωπο που η ιστορία οφείλει να προστατεύσει.
Είναι κάτι υψηλότερο και τολμώ να πω, ακόμη και ασσύληπτο για τη φύση του. Είναι εικόνα Θεού! Ο Rousseau, ο Descartes, ο Durkheim, ο Marx, ο Heidegger, o Camus, υπερασπίστηκαν το ανθρώπινο πρόσωπο, ασχολήθηκαν με τη μεταφυσική, αλλά κανένας τους δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει τον άνθρωπο να μοιάσει στον Θεό. Ακόμη και ο Πλωτίνος, που στις Εννεάδες του, κάνει λόγο για ομοίωση στον Θεό.
Η φιλανθρωπία, το έλεος, η αγάπη, είναι έννοιες που αποκτούν την ισχύ τους μέσα στο ευαγγέλιο.
Δεν αποτελούν μονομερώς, θα έλεγα, έννοιες περιγραφικές μιας ηθικής κατάστασης που δείχνει σεβασμό στον άλλον. Στο ευαγγέλιο αλλά και στα πατερικά κείμενα, οι έννοιες αυτές αφορούν τη χριστοποίηση του ήθους, τον ευαγγελισμό της σωτηριολογικής για τον άνθρωπο σημασίας υπό το φως της κενωτικής μεταμορφωτικής δόξας. Όμως και στη δυτική φιλοσοφία, συναντάμε την απροϋπόθετη φιλοξενία του άλλου στον εαυτό μου. Ο Jacques Derrida για παράδειγμα, στο «Περί Φιλοξενίας» προσδιορίζει και τη φιλοξενία και τον άλλον. Γράφει λοιπόν: «Η απόλυτη φιλοξενία απαιτεί να ανοίξω το σπίτι μου και να προσφέρω, όχι μόνο στον ξένο (εφοδιασμένο με ένα επώνυμο, με το νομικό καθεστώς του ξένου, κ.λ.π.) αλλά και στον απόλυτα άγνωστο, ανώνυμο ‘’άλλο’’, έναν τόπο χωρίς να του ζητήσω αμοιβαιότητα (την ένταξη του σε μια συνθήκη) ή χωρίς να ζητήσω να μάθω ακόμη και το όνομα του». Αυτό λοιπόν το τίναγμα του εαυτού μου πέρα από τη βεβαιότητα της υπαρξιακής μου αυτοτέλειας, και η αναφορά της σκέψης, της προαίρεσης και της κίνησης μου στο πρόσωπο του Χριστού, είναι που κάνουν τον άνθρωπο να βγαίνει από την αβεβαιότητα της υποκριτικής του αυταπάτης και της ωραιοπάθειας του τραγικού του ναρκισσισμού.
Η φιλανθρωπία προς κάποιον που δεν είναι ένας ακόμη «εγώ», στην ορθοδοξία είναι απροϋπόθετη. Σταθερά απροϋπόθετη. Και κρύβει μέσα της ελεημοσύνη. Κι εδώ συμβαίνει κάτι παράδοξο, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω καθ’ υπερβολή τον όρο αυτό, καθώς η ελεημοσύνη ξεπερνάει τη νηστεία και την παρθενία, καταστάσεις οι οποίες, δυστυχώς, απολυτοποιούνται και προβάλλονται ως αποκλειστικές μονομερείς εκφράσεις αγάπης στον Θεό, αποκομμένες από το πνεύμα της ευαγγελικής και πατερικής σοφίας.
Πολύ όμορφα και διδακτικά τοποθετείται ο ανατρεπτικός λόγος του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Λόγος βαθύς, ουσιαστικός, μεταμορφωτικός. Λόγος για ατίθασους και τσαλακωμένους ανθρώπους που αγαπούν τον Χριστό με την καρδιά τους και όχι με τον νόμο.
«Παρ’ όλο που η παρθενία, η νηστεία και το να κοιμάται κανείς στο χώμα έχουν πιο δύσκολο κόπο απ’ αυτή, όμως τίποτε δεν είναι τόσο ισχυρό και δυνατό στο να σβήσει τη φωτιά των αμαρτημάτων μας, όσο η ελεημοσύνη. Αυτή είναι ανώτερη απ’ όλα, στήνει τους εραστές της κοντά στον ίδιο το βασιλιά. Και πολύ σωστά. Γιατί η παρθενία, η νηστεία και το να κοιμάται κανείς στο χώμα σταματάει μόνο γύρω απ’ αυτόν που την ασκεί και δεν έσωσε κανέναν άλλο. Η ελεημοσύνη όμως απλώνεται  σε όλους και αγκαλιάζει τα μέλη του Χριστού» (Ιωάννης Χρυσόστομος, Περί ελεημοσύνης).

Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος

Ο Χριστός δεν κοιτάζει χρώμα, έθνος αλλά καρδιές

Δημοφιλέστερα

To Top