ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Νικόλαος Πολίτης: Ο θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας

Θάνατος Νικόλαου Πολίτη: Αφιέρωμα από τα 100 χρόνια της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Καθηγητής Πανεπιστημίου και ιδρυτής της επιστήμης της Λαογραφίας στην Ελλάδα, ο πολυσχιδής και οξύνους Νικόλαος Πολίτης (1852-1921) κατέλιπε σπουδαίο έργο για όλες τις πτυχές του παραδοσιακού πολιτισμού: τραγούδια, παροιμίες, παραδόσεις, καθημερινός και επαγγελματικός βίος, λαϊκή τέχνη, κατοικία, θρησκευτική ζωή.

«Ο Νικόλαος Πολίτης υπήρξεν ένας κολοσσός των νεοελληνικών Γραμμάτων, της νεοελληνικής Φιλολογίας. […] είνε εκ των μεγίστων Λαογράφων του κόσμου. Είνε ο ιδρυτής και συστηματοποιητής της ελληνικής Λαογραφίας, επιστήμης η οποία ρίπτει τας δέσμας του αποκαλυπτικού φωτός της σταθεράς και ανιχνευτικάς εις όλα τα άδυτα και τα μύχια της ελληνικής ψυχής. […] Αφωσίωσεν εαυτόν εις το έργον με το αίσθημα και την σταθερότητα πιστού, και ήναψεν υπέρ το σκοτεινόν στερέωμα της ελληνικής αυτογνωσίας τας δάδας του επιστημονικού φωτός, το οποίον ουδέποτε πλέον θα σβεσθή […].»

Νικόλαος Πολίτης: Ο θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας
του Ευάγγελου Θ. Καραμανέ*

Ο Ν. Γ. Πολίτης γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1852. Η οικογένειά του καταγόταν από το κοντινό Ελαιοχώρι (παλ. Γιάννιτσα). Ο πατέρας του ήταν δικαστικός υπάλληλος. Κατά την παιδική του ηλικία ο Ν. Γ. Πολίτης υπήρξε «παιδί-θαύμα». Ήταν αναγνώστης των λογοτεχνικών περιοδικών της εποχής του και μελετούσε Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς. Ήδη σε ηλικία 14 ετών το 1866 είχε προχωρήσει στα πρώτα του δημοσιεύματα στην Εφημερίδα των Φιλομαθών και στηνΠανδώρα. Το 1871 (19 ετών) συμμετέχει και βραβεύεται στο Ροδοκανάκειο «αγώνισμα» του περιοδικού Πανδώρα, με την πραγματεία του «Μελέτη επί του βίου των νεωτέρων Ελλήνων», γνωστότερη ως «Νεοελληνική μυθολογία».

Κίνητρό του, όπως και πολλών άλλων λογίων, ήταν η αναίρεση των θεωριών του Φαλμεράυερ (Fallmerayer), ο οποίος υποστήριξε ότι οι Νεοέλληνες στις φλέβες τους δεν έχουν σταγόνα αρχαίο ελληνικό αίμα. Ο νεαρός Πολίτης επιχειρηματολογεί υπέρ της συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού, μελετώντας τις εκδηλώσεις του και όχι τη φυλετική καταγωγή.

Το 1868 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή του σπούδασε στη Νομική Σχολή. Το 1876 συνέχισε, με υποτροφία, τις σπουδές του στο Μόναχο, επί τετραετία. Από τα νεανικά του χρόνια φαίνεται πως εμφορείται από φιλοπατρία, ισχυρό αίσθημα δικαιοσύνης και δημοκρατικές αρχές. Σε ηλικία 14 ετών, το 1866, το σκάει από την οικογένειά του και μεταβαίνει πεζός στο Ναύπλιο (όπου τον προλαβαίνει ο πατέρας του), με σκοπό να μπαρκάρει για την Κρήτη και να πολεμήσει στην Κρητική Επανάσταση.

Κατά τις σπουδές του πρωτοστάτησε στο φοιτητικό κίνημα και στη δημιουργία της Φοιτητικής Φάλαγγας. Στη Γερμανία σχετίζεται με τον ριζοσπάστη πολιτικό Παναγιώτη Πανά και τη Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία, που κινείτο στο πνεύμα των ιδεών του Ρήγα Βελεστινλή. Διακόπτει τις σπουδές του και επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου κατατάσσεται και λαμβάνει μέρος στον πόλεμο του 1878. Αναφέρεται περιστατικό, κατά τη στρατιωτική θητεία του, όπου κινδύνευσε με τιμωρία από βαθμοφόρο, διότι υπερασπίστηκε σθεναρά τα δικαιώματα ενός χωρικού. Κατά τη δεκαετία του 1880 υπηρέτησε ως ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας (τμηματάρχης Μέσης Εκπαίδευσης, Απρίλιος 1884-Απρίλιος 1885, και γενικός επιθεωρητής της Δημοτικής Εκπαίδευσης, Μάιος 1886-Δεκέμβριος 1887) επί κυβερνήσεων του Χαρίλαου Τρικούπη, ενισχύοντας τον διδασκαλικό κλάδο και προσπαθώντας να εκσυγχρονίσει τη διδακτική ύλη.

Στην προσπάθειά του αυτή αντιμετώπισε ανοίκειες επιθέσεις υπερσυντηρητικών παραεκκλησιαστικών κύκλων. Ήταν γνωστός για τις αντιμοναρχικές απόψεις του.

Το 1888 νυμφεύθηκε τη Μαρία Φιλοσοφοπούλου, με την οποία απέκτησαν τέσσερις γιους. Η σύζυγός του υπήρξε πολύτιμη σύντροφος και του εξασφάλισε στοργικό οικογενειακό περιβάλλον, απαραίτητο για να αφοσιωθεί πλήρως στο επιστημονικό του έργο.

Ο Ν. Γ. Πολίτης θεωρείται, δικαίως, ως ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας. Οργάνωσε το υπαρκτό και διάχυτο ενδιαφέρον ατόμων και συλλογικών φορέων της εποχής του για την καταγραφή και μελέτη των θεμάτων του βίου του ελληνικού λαού («μνημεία του λόγου» και «κατά παράδοσιν πράξεις ή ενέργειαι») σε συγκροτημένη επιστήμη, την οποία ονόμασε «Λαογραφία». Για να το πετύχει, αντιτάχθηκε με σθένος στους συντηρητικούς κύκλους της εποχής του, που δεν θεωρούσαν τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού άξια επιστημονικής μελέτης. Έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι πολλά από τα εν λόγω στοιχεία βρίσκονταν σε αποδρομή, περιέλαβε στην προσπάθεια σωστικής καταγραφής του τις πολιτισμικές εκδηλώσεις (υλικός βίος, έθιμα, δρώμενα, αφηγήσεις κ.ά.) όλων των εθνοπολιτισμικών ομάδων του ελληνικού χώρου (ομόγλωσσων και ετερόγλωσσων, εντός ή εκτός της ελληνικής επικράτειας), χωρίς αποκλεισμούς. Το κύρος που ενέπνεε η προσωπικότητά του με την πολυσχιδή επιστημονική, πολιτική και κοινωνική του δράση επί δεκαετίες, η κατοχή υψηλών ακαδημαϊκών θέσεων και η καθημερινή μαχητική παρουσία του στα κοινωνικά και πολιτιστικά πράγματα του τόπου (από την καθοριστική ενίσχυση της ηθογραφίας στη λογοτεχνία έως τη συμμετοχή του στην οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896) τον καθιστούσαν αδιαμφισβήτητο κέντρο αναφοράς της λαογραφικής έρευνας. Χάρη στο ευρύ δίκτυο σχέσεων με πλήθος συλλογέων λαογραφικής ύλης –κυρίως εκπαιδευτικών– (και σε κάποιες περιπτώσεις την προσωπική αυτοψία και κυρίως την αυτηκοΐα), συγκρότησε σώματα υλικού που επέτρεψαν τη δημοσίευση των μνημειωδών έργων του για τις Παροιμίες (1899-1902), τις Παραδόσεις (1904), τις Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914), καθώς και πολλών περισπούδαστων μελετών που έχουν περιληφθή στους τέσσερις τόμους των Λαογραφικών Συμμείκτων (1920, 1921, 1931, 1980-1985).

Ως καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1890, κατάρτισε, με τη διδασκαλία του και ιδιαιτέρως με το φροντιστηριακό του μάθημα (1907 κ.ε.), επιστήμονες λαογράφους, όπως ο Στίλπων Κυριακίδης, ο Γεώργιος Μέγας και αρκετοί άλλοι. Ίδρυσε την «Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία» (1908-1909) και καθόρισε τα βασικά θέματα της λαογραφικής ύλης στο πρώτο τεύχος του περιοδικού της Εταιρείας, Λαογραφία (1909).

Τέλος, ίδρυσε το «Λαογραφικόν Αρχείον» το 1918 (σήμερα Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών), στην πλέον ώριμη επιστημονικά περίοδο του βίου του, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του. Το ίδρυμα αυτό, του οποίου σκοπός ήταν «η περισυλλογή, διάσωσις και έκδοσις των µνημείων του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού», ήταν ιδιαιτέρως προσφιλές στον Πολίτη, διότι αποτέλεσε την αναγνώριση και δικαίωση των μακροχρόνιων αγώνων του από την Πολιτεία και του παρείχε βάσιμες ελπίδες για τη συνέχιση του έργου του.

Ο Πολίτης διατηρούσε ουσιαστικές επιστημονικές σχέσεις και ανταλλαγές με διαπρεπείς ξένους επιστήμονες. Πιστός στο ιδεώδες του Ελληνισμού (και λιγότερο στην Ορθόδοξη Εκκλησία), δεν περιορίστηκε στη ρομαντική (και εθνοκεντρική) εκδοχή της γερμανικής λαογραφίας του καιρού του, αλλά συνέταξε τη σκέψη του και με την εξελικτική θεωρία του Διαφωτισμού. Φαίνεται να πιστεύει ότι οι Νεοέλληνες πρέπει να συντονιστούν με τη σύγχρονη πραγματικότητα, εντασσόμενοι στην κοινωνία των «πεπολιτισμένων εθνών», καλλιεργώντας την ορθή και κριτική σκέψη, και απορρίπτοντας τον ανορθολογισμό.

Οι μεταγενέστεροι μελετητές συζητούν επιμέρους πτυχές του επιβλητικού έργου του και αντιπαρατίθενται, συνήθως δημιουργικά, με τις θέσεις του. Από εκείνους που τον απορρίπτουν συνολικά, συνηθέστερα του προσάπτεται η κατηγορία του «εθνοκεντρισμού» ή και του «εθνικισμού» (κατά κανόνα εκτός ιστορικού πλαισίου, καθώς στην εποχή του Πολίτη, τον 19ο αιώνα, ο εθνικισμός δεν ήταν αντιδραστική ιδεολογία), αναλόγως και με την έλλειψη εξοικείωσης του γράφοντος με την πολυδιάστατη σκέψη και τα γεγονότα του βίου του.

Η λαογραφία του Πολίτη υπήρξε και παραμένει πνευματικός φάρος για όσους και όσες εργάζονται στο γνωστικό πεδίο που δημιούργησε.

*Ο Ευάγγελος Θ. Καραμανές είναι διευθυντής Ερευνών και διευθύνων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

12011921_f

Νικόλαος Πολίτης: Ο θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας

Δημοφιλέστερα

To Top