Απόψεις

Η “μακρόχρονη” αναδοχή σκοτώνει την υιοθεσία

του Γεωργίου Φερετζάκη, Δικηγόρου – Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης
Επιστ. Συνεργάτη ΕΠΕΕ Νομικής Αθηνών, Συγγραφέα

Επιτακτική (και για έναν ακόμα λόγο) η ίδρυση Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Αναρίθμητες οικογένειες που περιμένουν να υιοθετήσουν τα παιδιά που μεγαλώνουν, με τη δική τους αποδοχή και συναίνεση αμέσως μετά την ενηλικίωσή τους, αδυνατώντας πια να το πράξουν, αφού η υιοθεσία ενηλίκων είναι πια απαγορευμένη και δεν προβλέφθηκε καμία απολύτως εξαίρεση ούτε για τα ανάδοχα παιδιά ούτε για παιδιά με ειδικές ανάγκες!
[…] Εκτός από την επιθετικότητα, κάτι άλλο που έχει προβληματίσει τον Παναγιώτη στον Γ. είναι ο φόβος της εγκατάλειψης που ακόμη έχει. «Έχει αυτό τον φόβο το παιδί -τώρα τελευταία του έχει φύγει λίγο. Το “μη με αφήσετε”. Για παράδειγμα μια φορά, ήμασταν στο αυτοκίνητο και ήταν να τον πάω στον παιδότοπο. Κάτι είχε κάνει -έχει ακόμη επιθετικότητα, το δουλεύουμε- και του λέω ότι αφού χτύπησε παιδί δεν θα μπορέσουμε να πάμε στον παιδότοπο. Είμαστε στο δρόμο λοιπόν και εγώ ήθελα να πάω πρώτα σε ένα κατάστημα. Μόλις είδε ότι προσπεράσαμε τον παιδότοπο άρχισε να φοβάται. “Κατάλαβα που πάμε”, μου λέει. “Αλίμου. Στον Άγιο Ανδρέα με πας”. Σταματάω το αυτοκίνητο. “Τι είναι αυτά που λες, είναι δυνατόν θα αφήσω το παιδί μου στον Άγιο Ανδρέα;;”. Τότε ηρέμησε. Παλιότερα αρνιόταν να πάει ξανά στον Άγιο Ανδρέα, φοβόταν ότι θα τον αφήναμε εκεί. Τώρα τελευταία δέχτηκε να ξαναπάει για να δει έναν φίλο του που θα έφευγε. […]
Ξεκίνησα πηγαίνοντας στο “Μητέρα” για να πάρω πληροφορίες. Το είχα ψάξει πολύ πριν και πήγα εκεί γιατί είναι το κέντρο με τα περισσότερα παιδιά. Με το που άκουσαν ότι είμαι άγαμη και ουσιαστικά μόνη, το πρώτο πράγμα που μου είπαν ήταν ότι ναι, φυσικά και μπορείτε να υιοθετήσετε -δεν μου το αρνήθηκαν αυτό- αλλά η αναμονή ήταν τεράστια για εσάς. Προτεραιότητα έχουν τα έγγαμα ζευγάρια, με λίστα αναμονής 4 με 5 χρόνια, μετά έρχονται τα ζευγάρια που είχαν ήδη ένα παιδί, και μετά ερχόμουν εγώ. Αυτό σημαίνει δηλαδή μια 7ετία με 10ετία. Και τότε είχα μιλήσει με πολλούς συναδέλφους που είχαν δουλέψει σε τέτοια κέντρα και μου έλεγαν ότι υπήρχε περίπτωση να μη γίνει ποτέ το τηλεφώνημα, ακόμη και μετά από 10 χρόνια
Θύματα της γραφειοκρατίας δεν είναι μόνο οι υποψήφιοι γονείς βεβαίως, αλλά και τα ίδια τα παιδιά, τα οποία μέχρι την υιοθεσία τους αναγκάζονται να παραμείνουν έγκλειστα στα ιδρύματα από 2 έως και 3 χρόνια. Η διαδικασία μιας ιδιωτικής υιοθεσίας δεν ξεπερνά τους 12 μήνες. Σε αντίθεση με τις ιδιωτικές που σε όλη την Ευρώπη έχουν… καταργηθεί, οι λεγόμενες κρατικές υιοθεσίες χρονίζουν πολύ περισσότερο. Δυο με δυόμισι χρόνια απαιτούνται για να τελειώσει μια υιοθεσία από το ΠΙΚΠΑ ­ για εκείνες τις αιτήσεις που προεγκρίνονται ­ και πέντε χρόνια από το Κέντρο Βρεφών “ΜΗΤΕΡΑ”. Οι κοινωνικοί φορείς αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα, ειδικά όταν δεν έχουν τη συναίνεση των φυσικών γονιών των παιδιών που προστατεύουν.
Ο νόμος δεν προβλέπει σε κανένα σημείο του την αυτόματη αναπλήρωση συναίνεσης των φυσικών γονιών, έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα εγκατάλειψης και αδιαφορίας για τα παιδιά τους. Η αναπλήρωση συναίνεσης εξακολουθεί να γίνεται από το δικαστήριο, αφού προηγηθούν πολλές αναζητήσεις των φυσικών γονιών, ενώ στην περίπτωση που εκείνοι εντοπίζονται και επιμένουν να αρνούνται, δίχως τίποτα να έχει αλλάξει προς το καλύτερο στο οικογενειακό περιβάλλον, η κοινωνική υπηρεσία του κρατικού φορέα οφείλει να επιδοθεί σ΄ έναν πολύμηνο δικαστικό αγώνα για να αποδείξει την ακαταλληλότητα της φυσικής οικογένειας.
Τα δηµόσια ιδρύµατα που υπάγονται στη Γενική ∆ιεύθυνση Πρόνοιας και φιλοξενούν τόσο παιδιά τυπικής ανάπτυξης όσο και παιδιά µε χρόνιες παθήσεις και αναπηρίες, τα οποία αποτελούσαν αυτόνοµες Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας υπαγόµενες στις κατά τόπους Υγειονοµικές Περιφέρειες, συγχωνεύονται διοικητικά µε τις αντίστοιχες δοµές για ενήλικες µε χρόνιες παθήσεις και αναπηρίες, ηλικιωµένους κλπ. ως αποκεντρωµένες δοµές στα συνιστώµενα ανά περιφέρεια Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας.

Η εξω-οικογενειακή φροντίδα παιδιών στη χώρα µας βασίζεται σε µεγάλο βαθµό σε ένα πεπαλαιωµένο και µάλλον αναχρονιστικό µοντέλο, µολονότι θα πρέπει να υπογραµµίσουµε ότι σαφώς υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Αρκετά ιδρύµατα, κυρίως του δηµόσιου τοµέα, στεγάζονται σε µεγάλα, παλαιά κτίρια, κατάλοιπο της µεταπολεµικής περιόδου όπου σκοπός τους ήταν η περίθαλψη µεγάλου αριθµού ορφανών ή παιδιών που κατέληγαν σε αυτά ως αποτέλεσµα των συρράξεων του εµφυλίου, ή λόγω ακραίας φτώχειας. Επίσης, πολλά ιδρύµατα, του ιδιωτικού τοµέα ή εκκλησιαστικά, λειτουργούν πρωτίστως βάσει ενός µοντέλου «φιλανθρωπίας» και δεν έχουν προσαρµόσει τη λειτουργία τους στα σύγχρονα δεδοµένα για την ανατροφή και τα δικαιώµατα των παιδιών, ούτε είναι προσανατολισµένα στο προφίλ και τις ανάγκες παιδιών και εφήβων που πλέον αποµακρύνονται από τις οικογένειές τους κυρίως λόγω κακοποίησης, παραµέλησης ή προβληµάτων σωµατικής ή ψυχικής υγείας των γονέων τους.
Στις µέρες µας, στις ανεπτυγµένες ευρωπαϊκές χώρες, τα παραδοσιακά ιδρύµατα παιδικής προστασίας έχουν καταργηθεί και αντικατασταθεί από µικρές µονάδες οικογενειακού τύπου, ή µονάδες µε θεραπευτικό προσανατολισµό για παιδιά και εφήβους µε συναισθηµατικές ή συµπεριφορικές δυσκολίες. Η εισαγωγή σε ίδρυµα αντιµετωπίζεται ως έσχατη λύση, καθώς πάγια πολιτική είναι η προσπάθεια τοποθέτησης των παιδιών – ιδίως παιδιών µικρής ηλικίας – σε ανάδοχες οικογένειες, ενώ, σε κάθε περίπτωση, επιδιώκεται ο περιορισµός στο ελάχιστο της διάρκειας παραµονής στα ιδρύµατα των παιδιών που εισάγονται σε αυτά.

Στη χώρα µας, αντιθέτως, η τοποθέτηση παιδιών που αποµακρύνονται από την οικογένειά τους σε ιδρύµατα αποτελεί κατά κανόνα την πρώτη και συνήθως τη µοναδική λύση που εξετάζεται. Η παραµονή τους σε αυτά είναι συχνά µακροχρόνια, καθώς δεν λειτουργούν προγράµµατα αναδοχής ή υιοθεσίας.

Βασικό πρόβληµα στο σύστηµα εξω-οικογενειακής φροντίδας στη χώρα µας, αποτελεί η απουσία ελάχιστων εθνικών προδιαγραφών λειτουργίας των ιδρυµάτων παιδικής προστασίας τόσο του δηµόσιου όσο και του ιδιωτικού τοµέα, καθώς και ενός Κώδικα ∆εοντολογίας, ο οποίος να καθορίζει ενιαίες προδιαγραφές πρακτικής πέραν και του θέµατος της στελέχωσης – που αποτελεί πάγιο πρόβληµα στο σύνολο σχεδόν των ιδρυµάτων Πέραν του θέµατος της στελέχωσης – που αποτελεί πάγιο πρόβληµα στο σύνολο σχεδόν των ιδρυµάτων
Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση της Χάγης το 2009, βάσει της οποίας ένα ζευγάρι μπορεί να καταθέσει αίτηση διακρατικής υιοθεσίαςγια παιδί από άλλο κράτος που επίσης έχει κυρώσει τη Σύμβαση της Χάγης. Οι υποψήφιοι γονείς, αφού λάβουν τα στοιχεία του παιδιού θα πρέπει να ταξιδέψουν στη χώρα που βρίσκεται και η διαδικασία της υιοθεσίας γίνεται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου της χώρας, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο.
Μετά χρειάζεται επικύρωση από το ελληνικό δικαστήριο.Για να προχωρήσει μία διακρατική υιοθεσία είναι αναγκαίο η νομοθεσία των εμπλεκόμενων χωρών να είναι συμβατή στα θέματα υιοθεσίας.
Πολύ βασικό, λοιπόν, είναι πριν από οποιαδήποτε κίνηση να ελέγχεται το τρέχον νομικό καθεστώς της κάθε χώρας και οι ακριβείς όροι των διακρατικών συμφωνιών, που κατά περιόδους μπορεί να τροποποιούνται (κάτι απολύτως σύνηθες) .

Ο Γιώργος Φερετζάκης

Η “μακρόχρονη” αναδοχή σκοτώνει την υιοθεσία

Δημοφιλέστερα

To Top