Βιβλίο

Συνομιλώντας με τον συγγραφέα της «Τριλογίας του Μυστρά» στο κάστρο του, στους Δολούς

Μια συνομιλία με τον Βρετανό συγγραφέα, Τζέιμς Χένεϊτζ, στο «κάστρο» του, στους Δολούς της Μεσσηνιακής Μάνης, για βιβλία, Ιστορία, πολιτική και το διεθνές φεστιβάλ λογοτεχνίας που σκέφτεται να στήσει στην Μεσσηνία

Το επιβλητικό «κάστρο» της οικίας Χένεϊτζ στη μία πλευρά του Ταϋγέτου δεσπόζει πάνω από τους Δολούς και η πανοραμική θέα από κει κόβει την ανάσα. Είναι, εντούτοις, δυσπρόσιτο και καλά καμουφλαρισμένο με τους πυκνούς ελαιώνες ολόγυρα, όπως ακριβώς θα άρμοζε σε μια μεσαιωνική καστροπολιτεία σαν τον Μυστρά και τη Μονεμβασία που πρωταγωνιστούν στην επική «Τριλογία του Μυστρά» (κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2017 από τις εκδόσεις Πατάκη), η οποία τον καθιέρωσε ως συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων.

Στο «κάστρο» αυτό διαβιεί σχεδόν μόνιμα τα τελευταία χρόνια, με τη σύζυγό του Σάρλοτ και τα τέσσερα παιδιά τους. Εκεί έβγαλε και την καραντίνα – ήμουν ο πρώτος επισκέπτης μετά από σχεδόν ένα τρίμηνο πλήρους απομόνωσης. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι και δίχως αυτήν ελάχιστους λόγους θα είχε κανείς να ξεμακρύνει από εκεί!

Πάνε 15 χρόνια από τότε που οι Χένεϊτζ επισκέφτηκαν πρώτη φορά την Πελοπόννησο και τη Μάνη και μαγεύτηκαν τόσο από τον τόπο, τους ανθρώπους και την ιστορία του, ώστε αποφάσισαν να ριζώσουν εκεί και να πολιτογραφηθούν Μανιάτες, στα βήματα του Πάτρικ Λι Φέρμορ. Οι πολύωρες πεζοπορίες στον Ταΰγετο, σε μονοπάτια άγνωστα στους πολλούς, είναι, άλλωστε, και δικό τους μεράκι.

Ο 64χρονος σήμερα Τζέιμς, που τον καιρό αυτό συγγράφει μια ιστορία της Ελλάδας, σκέφτεται μάλιστα σοβαρά να διοργανώσει ένα μεγάλο διεθνές λογοτεχνικό φεστιβάλ εκεί σε ετήσια βάση, έχοντας για εχέγγυο την πολύτιμη εμπειρία τόσο από την ονομαστή αλυσίδα βιβλιοπωλείων Ottakar’s, που δημιούργησε και διηύθυνε στη Βρετανία επί σειρά ετών, όσο και από το Φεστιβάλ Ιστορικής Λογοτεχνίας «Chalke Valley», του οποίου ήταν συνιδρυτής. Αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες, είναι όμως άνθρωπος με θέληση, πυγμή και όραμα, γνωρίζει δε άριστα από τάξη, οργάνωση και πειθαρχία, καθότι νεότερος υπηρέτησε στους γρεναδιέρους.

“Ένα από τα πράγματα που μου έμαθε η ζωή, μια και ευτύχησα να έχω πλήθος βιβλία, τα περισσότερα μάλιστα δωρεάν, λόγω της δουλειάς μου, είναι να μην έχω υπομονή με τα κακά βιβλία. Δηλαδή πιστεύω ακράδαντα ότι τα βιβλία είτε θα πρέπει να φυλάσσονται σαν θησαυροί είτε να πετιούνται κατευθείαν στον κάδο της ανακύκλωσης. Όσο και να τα αγαπώ, δεν τα θεωρώ καθόλου ιερά επειδή απλώς είναι βιβλία, σημασία έχει και το τι γράφουν!”

Δεν ξέρω αν είναι και στην καθημερινότητά του τόσο απλός, χαλαρός, ανοιχτόκαρδος και γλεντζές, δεν βρήκα όμως και λόγο να μην είναι. Εξάλλου, αν ισχύει ότι ο εκάστοτε τόπος ορίζει εν πολλοίς και τους ανθρώπους που τον κατοικούν, είναι φανερή η επίδραση της ελληνικής, και δη της μανιάτικης κουλτούρας, ακόμα και στη στενή σχέση που διατηρούν οι Χένεϊτζ με τα ενήλικα, πλέον, παιδιά τους, κάτι μάλλον ασυνήθιστο για βέρους Άγγλους. Προσπαθούν, άλλωστε, όντες στη «Ρώμη», να κάνουν ό,τι και οι Ρωμαίοι!

Για τους εξελληνισμένους κατά τη γλώσσα και την κουλτούρα πάλαι πότε Ανατολικούς Ρωμαίους, aka Βυζαντινούς, τρέφει άλλωστε μεγάλο θαυμασμό. Θεωρεί δε τα τελευταία 50 χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οπότε διαδραματίζεται και η «Τριλογία» του, μια περίοδο καθοριστικής σημασίας όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως.

Με θέα το ηλιοβασίλεμα στον Μεσσηνιακό και δύο παγωμένες μπίρες στο τραπέζι –τη δική του δεν την ξεκίνησε παρά στο τελείωμα της συνέντευξης‒, αναφερθήκαμε στο Βυζάντιο. Μιλήσαμε, επίσης, για τους σύγχρονους Έλληνες, που εκτιμά ιδιαίτερα, καθώς ανταποκρίθηκαν, πιστεύει, αρκετά καλά στην οικονομική και στην προσφυγική κρίση αφενός, έμειναν σχεδόν αλώβητοι από την πανδημία αφετέρου, αποσπώντας εύσημα διεθνώς.

Από την εγκάρδια αυτή συνομιλία δεν θα μπορούσαν, βέβαια, να λείπουν η Βρετανία, το Brexit (που θεωρεί τεράστιο λάθος) και η Ε.Ε., στην ιδέα της οποίας παραμένει πιστός και αισιοδοξεί για το μέλλον της, παρά τα όποια προβλήματά της «εφόσον καταφέρει να επανευφεύρει τη δημοκρατία και τον εαυτό της». Αισιοδοξεί, επίσης, για το μέλλον του βιβλίου, κόντρα στις δυσοίωνες γι’ αυτό προφητείες, που τις ακούει, λέει, από πολύ παλιά.

Αναφερθήκαμε σε συγγραφείς που ξεχωρίζει, σε βιβλία που αξίζουν πραγματικά τον σεβασμό και άλλα που καλύτερα να πήγαιναν απευθείας στον κάδο της ανακύκλωσης, στα μπεστ σέλερ και τη λογική τους. Επίσης, στις ροκ επιδόσεις του, στην εμπειρία του ως εθελοντή δασκάλου αγγλικών στη Μόρια, στα παιδιά του (δύο γιοι και δύο κόρες), που υπεραγαπά, και γενικότερα στη νέα γενιά, από την οποία έχει, καθώς λέει, μεγάλες προσδοκίες: «Είναι λιγότερο εγωιστική από τη δική μου, πιο εφευρετική, πιο ευαισθητοποιημένη, πιο δοτική, νοιάζεται όχι μόνο θεωρητικά αλλά και στην πράξη για τον άλλον και για το τι συμβαίνει γύρω της».

— Πότε και πώς συνέβη να πολιτογραφηθείτε Μανιάτης;

Επισκέφτηκα την Πελοπόννησο και τη Μάνη πρώτη φορά πριν από 15 χρόνια και με εξίταρε πολύ αυτός ο τόπος. Αρχικά, μέναμε σε ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα, ώσπου αποφασίσαμε με τη Σάρλοτ να εγκατασταθούμε μονιμότερα στην περιοχή, ώστε να αφοσιωθώ κι εγώ στη συγγραφή αλλά και στην εκμάθηση ελληνικών. Όταν βρήκαμε αυτό το μέρος στους Δολούς, ενθουσιαστήκαμε. Δεν υπήρχε τίποτα εδώ πριν, μόνο ελαιώνες.

Όπως διαπιστώσατε, βέβαια, δεν περιοριστήκαμε σε ένα ταπεινό κατάλυμα. Δηλαδή με το σκεπτικό αυτό ξεκινήσαμε, αλλά στην πορεία προέκυψε ολόκληρο συγκρότημα, ώστε και τα παιδιά μας να έχουν τον δικό τους χώρο και να μπορεί να είναι τουριστικά εκμεταλλεύσιμο. Πρέπει, βλέπετε, να βγαίνει κάπως και η συντήρηση.

Εντούτοις, δεν είναι πάντοτε τόσο γαλήνια όσο φαίνεται. Τα παιδιά καλούν συχνά φίλους τους εδώ πάνω και γίνεται το σώσε με πάρτι και μουσικές ‒ δεν θα διανοούμουν, όμως, να τους το αρνηθώ! Παρότι, λοιπόν, δεν βρήκα ακριβώς την ησυχία μου ‒τουλάχιστον όχι πάντα‒, το σίγουρο είναι ότι θέλω πλέον να ζήσω σε αυτόν τον υπέροχο τόπο.

— Έναν τόπο, το ιστορικό παρελθόν του οποίου, και συγκεκριμένα η βυζαντινή του περίοδος, ενέπνευσε και τη μυθιστορηματική σας «Τριλογία του Μυστρά».

Ακριβώς. Ξέρετε, το πρώτο μέρος που με συνάρπασε όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα ήταν η Μονεμβασία. Έφτασα εκεί διά θαλάσσης και το θέαμα, όσο πλησιάζαμε σε αυτό το βυζαντινό «πετράδι», ήταν στ’ αλήθεια εντυπωσιακό. Ακόμα περισσότερο εντυπωσιάστηκα με τον Μυστρά. Δεν είχα ακούσει τίποτα πριν γι’ αυτές τις τοποθεσίες ‒ σπουδαίος εμπορικός σταθμός η πρώτη, έδρα της τοπικής Αυλής και «λίκνο» της βυζαντινής αναγέννησης η δεύτερη, είχαν μεταξύ τους μια σχέση γιν-γιανγκ.

Μου φάνηκε, λοιπόν, ιδανική αφετηρία για τη συγγραφή ενός μεγάλου ιστορικού μυθιστορήματος, του οποίου οι δράσεις θα εκτείνονταν ως τα πέρατα του κόσμου, όπερ και εγένετο! Άρχισα να διαβάζω συστηματικά βυζαντινή ιστορία και με καθήλωσε. Θεωρώ το Βυζάντιο μια κομβική στιγμή στην παγκόσμια ιστορία, στην οποία οι Έλληνες, έστω κι αν ονομάζονταν Ρωμαίοι πλέον, έπαιξαν ρόλο πρωταγωνιστικό. Με συγκινούν, μάλιστα, ιδιαίτερα τα δραματικά τελευταία 50 χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το πρώτο μισό του 14ου αιώνα υπήρξε γενικότερα μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους, αν όχι ολόκληρης της παγκόσμιας ιστορίας, σίγουρα αυτής του δυτικού κόσμου…

Στο ότι τότε ουσιαστικά λήγει, νομίζω, αυτό που ονομάζουμε ελληνικός πολιτισμός και ξεκινά την εποχή των ομηρικών επών, φτάνει σε ένα πρώτο αποκορύφωμα στους κλασικούς χρόνους και σε ένα δεύτερο, με περισσότερο κοσμοπολίτικη και παγκοσμιοποιημένη διάσταση, στην ελληνιστική εποχή –χαρακτηριστικά που εντούτοις υπήρχαν ήδη στην αποίκιση από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη της λεκάνης της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου‒, προτού το ελληνικό πολιτισμικό στοιχείο κυριαρχήσει στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Γιατί, βλέπετε, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Ανατολή γρήγορα «εξελληνίστηκε». Και παρότι λίγο πριν από την Άλωση της Πόλης το Βυζάντιο είχε συρρικνωθεί πολύ γεωγραφικά, πολιτιστικά και πνευματικά παρέμενε τόσο ισχυρό, ώστε επηρέασε αποφασιστικά και την Αναγέννηση στη Δύση.

— Με την οποία, από ένα σημείο και μετά είχε σχέση ανταγωνισμού, που κορυφώθηκε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204.

Ναι. Η ρήξη βεβαίως είχε επέλθει νωρίτερα, με τη στέψη του Καρλομάγνου από τον Πάπα Λέοντα Γ’ ως αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ‒ενέργεια που αμφισβητούσε ευθέως την Κωνσταντινούπολη‒ και κυρίως μετά το μεγάλο εκκλησιαστικό σχίσμα του 1054. Εντούτοις, η άλωση της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια της Δ’ Σταυροφορίας προκάλεσε την αγανάκτηση του τότε Πάπα, δημιούργησε δε πολλές ενοχές στη Δύση, ιδιαίτερα στον πνευματικό κόσμο.

Νομίζω, πάντως, ότι εκείνες οι ιστορικές και δογματικές αντιπαλότητες δημιούργησαν έκτοτε ένα κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας και μια σειρά από ιδεοληψίες και προκαταλήψεις εκατέρωθεν, που φτάνουν μέχρι σήμερα. Στα πρώτα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων ακούγαμε π.χ. συχνά για τους οκνηρούς, ανοργάνωτους, απείθαρχους, ιδιότροπους Έλληνες, χαρακτηρισμούς παρόμοιους με αυτούς που αποδίδονταν στους Ανατολίτες Ρωμαίους εκείνης της εποχής.

Πράγματι, η αντίληψη πολλών ανθρώπων στη Δύση για τη σύγχρονη Ελλάδα μοιάζει, τρόπον τινά, με εκείνη που επικρατούσε πριν από το 1204. Κι όμως, πολύ λίγες χώρες μπορούν να καυχηθούν ότι θα τα κατάφερναν τόσο καλά απέναντι σε τόσες και τέτοιες προκλήσεις. Την τελευταία δεκαετία γνωρίσαμε στην Ευρώπη τρεις μεγάλες απανωτές κρίσεις που όλες μαζί συνιστούν τη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε η ήπειρος αυτή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: την οικονομική κρίση διαδέχτηκε η προσφυγική και τώρα η πανδημία. Ευτυχώς, με εξαίρεση την τελευταία, η χώρα σας ήταν σαφώς από εκείνες που δοκιμάστηκαν περισσότερο.

Παρά ταύτα, και οικονομικά καταφέρατε κάπως να ισορροπήσετε και με το προσφυγικό, μολονότι δεχτήκατε τεράστια πίεση, δεν αποδειχτήκατε τόσο ξενοφοβικοί όσο οι Γερμανοί, όπου το ακροδεξιό AFD έφτασε στις τελευταίες εκλογές το 20%. Εδώ, αντίθετα, είδαμε τη Χρυσή Αυγή να εξαφανίζεται από το Κοινοβούλιο. Εντάξει, δεν εξαφανίστηκε ο ρατσισμός, φαίνεται όμως ότι η πιο εξτρεμιστική του όψη ξεθώριασε, παρότι σημειώνονται ακόμα κρούσματα βίας, κυρίως στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η Ελλάδα ανταποκρίθηκε άριστα και στην πρόκληση της πανδημίας.

— Όντως έχουμε πάρει πολλά εύσημα από το εξωτερικό για το πώς έχουμε διαχειριστεί ως τώρα την υγειονομική κρίση. Φανήκαμε και τυχεροί, είναι η αλήθεια.

Δεν ήταν μόνο η τύχη. Πολιτεία και πολίτες επέδειξαν ετοιμότητα, σύνεση και σοβαρότητα, την ώρα που σε ΗΠΑ και Βρετανία προκαλούνταν σοβαρή υγειονομική κρίση, αναστάτωση και χάος. Τα ίδια και σε Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία. Ήσασταν, τρόπον τινά, η λαμπρή εξαίρεση κι αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση διεθνώς.

Είναι, πάντως, ευτύχημα –και ταυτόχρονα μεγάλη νίκη για τον Μακρόν, εφόσον υλοποιηθεί– ότι η Κομισιόν ανακοίνωσε τελικά ένα γενναίο πακέτο επιδοτήσεων, και όχι μόνο δανείων, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Ένα σημαντικό βήμα για την προοπτική μιας πολιτικής ενοποίησης της Ε.Ε., από το οποίο πολύ ωφελημένη θα βγει και η Ελλάδα, εφόσον το διαχειριστεί σωστά. Αλλιώτικα, θα ήταν σίγουρα μια πολύ δύσκολη χρονιά, δεδομένου ότι και ο τουρισμός θα είναι φέτος πολύ περιορισμένος.

— Ακούγεστε αισιόδοξος για το μέλλον και τις προοπτικές της Ε.Ε.

Ναι, αισιοδοξώ ότι θα καταφέρει τελικά να βρει έναν κοινό βηματισμό παρά τα προβλήματα, τις αντιθέσεις και τις διαμάχες, γιατί οι Ευρωπαίοι μοιραζόμαστε λίγο-πολύ τις ίδιες αξίες. Χρειάζεται όμως να επανεφεύρουμε τη δημοκρατία και το τι σημαίνει πραγματικά μια ενωμένη Ευρώπη. Αισιοδοξώ, επίσης, ότι το εμβόλιο για τον νέο κορωνοϊό θα παραχθεί εν τέλει στην Ε.Ε., που εργάζεται συλλογικά γι’ αυτό μαζί με τον ΠΟΥ, και όχι στις ΗΠΑ ή την Κίνα, που αντιμετωπίζουν το θέμα με ανταγωνιστικούς, ψυχροπολεμικούς όρους, κάτι σαν την «κούρσα» μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ για την κατάκτηση του Διαστήματος τις δεκαετίες ’60-’70: να βρούμε το εμβόλιο εμείς πρώτοι, να το κατοχυρώσουμε και να διαχειριστούμε την παραγωγή και τη διανομή του όπως εμείς θέλουμε, κοιτώντας φυσικά πρώτα το δικό μας συμφέρον.

Βέβαια, είναι κρίμα που η Βρετανία δεν θα συμμετέχει σε αυτή την κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια… Ξέρετε, το μόνο για το οποίο δεν αισιοδοξώ είναι το μέλλον μιας απομονωμένης, αυτάρεσκης Βρετανίας! Το λέω αυτό ακριβώς επειδή αγαπώ τη χώρα μου.

— Είναι αλήθεια ότι πολλοί δεν έχουν καταλάβει ακόμα γιατί ακριβώς συνέβη το Brexit.

Ούτε ο μέσος Βρετανός το κατάλαβε. Αν τον ρωτήσεις, δεν θα ξέρει να σου πει συγκεκριμένα, νομίζει απλώς ότι έτσι «τιμώρησε» την ελίτ της χώρας του, που είναι κομμάτι της ευρωπαϊκής, η οποία πιστεύει ότι τον καταδυναστεύει. Είναι, βέβαια, ένα σύνθετο πρόβλημα, ο Μπόρις Τζόνσον είναι ένα σύμπτωμα, όχι η αιτία του Brexit. Εύχομαι η Βρετανία να επιστρέψει σύντομα στην Ε.Ε., αν και φοβάμαι ότι θα επιστρέψει ως Αγγλία, πλέον, καθώς Σκωτία, Ουαλία και Β. Ιρλανδία θα έχουν, πιθανότατα, αποσχιστεί στο μεταξύ. Εύχομαι οι συμπατριώτες μου να αντιληφθούν, έστω και τώρα, ότι το μέλλον τους δεν είναι ο εθνικισμός και ο απομονωτισμός αλλά η ενεργή συμμετοχή σε πολυεθνικές οντότητες εν όψει των μεγάλων σύγχρονων προκλήσεων.

— Σας παρέσυρα σε πολιτική κουβέντα και ίσως είναι καιρός να επιστρέψουμε στη λογοτεχνική! Άλλωστε, είστε καταρχάς συγγραφέας, αν και δεν ήταν, απ’ όσο ξέρω, κάποιο παιδικό σας όνειρο, σας προέκυψε στην πορεία.

Πράγματι, με το βιβλίο δεν είχα ιδιαίτερη σχέση νεότερος. Την απέκτησα όταν έβαλα μπρος το βιβλιοπωλείο Ottakar’s, που εξελίχθηκε σε ολόκληρη αλυσίδα με 150 παραρτήματα σε όλη τη Βρετανία. Τα είκοσι χρόνια που ήμουν επικεφαλής της απέκτησα αρκετή τριβή με τα βιβλία, τα αγάπησα και αποφάσισα να δοκιμαστώ κι εγώ ως συγγραφέας. Είχα και την εμπειρία του Φεστιβάλ Ιστορικής Λογοτεχνίας «Chalke Valley». Ευτύχησα, επιπλέον, να ζήσω μια εποχή που η βιομηχανία του βιβλίου μεταμορφωνόταν από ήρεμη, «νυσταλέα» δύναμη σε μια δυναμική, καινοτόμα αγορά.

Η λογοτεχνία φαντασίας, όπως ο «Χάρι Πότερ» της Τζ.Κ. Ρόουλαντ, η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας και το ιστορικό μυθιστόρημα αποδείχτηκαν πολύ δημοφιλή είδη και έστρεψαν ξανά τον κόσμο στο διάβασμα. Τότε μου μπήκε κι εμένα η ιδέα να γράψω και, έχοντας ακολουθήσει ιστορικές σπουδές, αποφάσισα να δοκιμαστώ στο ιστορικό μυθιστόρημα. Καρπός της απόπειρας αυτής ήταν η «Τριλογία του Μυστρά».

— Εκτός από το ιστορικό μυθιστόρημα, τι άλλα βιβλία σας συγκινούν; Ποιους συγγραφείς θα ξεχωρίζατε;

Τελευταία, τείνω να διαβάζω όχι τόσο μυθιστορήματα αλλά βιβλία που καταπιάνονται με επίκαιρα θέματα, ώστε να παρακολουθώ καλύτερα τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο. Από τα πρόσφατα αναγνώσματα θα ξεχώριζα αρχικά το «We’ve been harmonized» του Κάι Στριτμάτερ, ενός δημοσιογράφου που, έχοντας ζήσει πολλά χρόνια στην Κίνα, καταδεικνύει ότι το δυστοπικό «1984» του Όργουελ υλοποιείται πλέον εκεί – ένα αρκετά τρομακτικό όσο και ακριβολόγο βιβλίο.

Πολύ αξιόλογο είναι και τo «Against Elections» του Βέλγου ιστορικού και αρχαιολόγου Ντέιβιντ Ββαν Ρέιμπρουκ, που θέτει ακριβώς το ζήτημα της προβληματικής δημοκρατίας των ημερών μας, την οποία οφείλουμε να «ξαναεφεύρουμε». Εξαιρετική βρήκα, επίσης, τη νουβέλα του Άμορ Τάουλς, «A gentleman in Moscow», όπου ένας καλόψυχος Ρώσος αριστοκράτης, που δεν πρόλαβε να φύγει έγκαιρα, προσπαθεί να επιβιώσει μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης – απορώ, μάλιστα, που δεν έγινε ακόμα ταινία!

Από κλασικούς συγγραφείς, έχω αδυναμία στον Τολστόι και την Τζέιν Όστεν, καθώς και σε συγγραφείς της βικτοριανής εποχής, όπως οι Τζορτζ Έλιοτ, Τόμας Χάρντι και Ελίζαμπεθ Γκάσκιλ, τα βιβλία των οποίων αντικατοπτρίζουν μια εποχή τρομακτικής συσσώρευσης πλούτου αλλά και βαθιών κοινωνικών αντιθέσεων και πελώριας υποκρισίας.

Από πιο σύγχρονους ξεχωρίζω τον Φίλιπ Ροθ, που έχει κατανοήσει όσο λίγοι την Αμερική, αλλά και τον Αυστραλό Στιβ Τολτζ, για τη θαυμάσια νουβέλα του «A fraction of the whole». Ένα ακόμα βιβλίο που μου άρεσε πολύ είναι η σατιρική, αντιπολεμική νουβέλα του Τζόζεφ Χέλερ, «Catch 22».

— Με βάση τη μακρόχρονη εμπειρία σας από τα βιβλιοπωλεία Ottakar’s, πώς βλέπετε σήμερα το μέλλον του βιβλίου; Σε μια εποχή που η εικόνα είναι κυρίαρχη όσο ποτέ, θα καταλήξει, λέτε, το βιβλίο, ειδικά το τυπωμένο, ένα «σπορ» για λίγους;

Κοιτάξτε, ακούω «προφητείες» για το τέλος του βιβλίου ήδη προτού εφευρεθεί το Ίντερνετ και το e-book, να όμως που το βιβλίο εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει! Γι’ αυτό και δεν πιστεύω ότι θα βγει ποτέ εκτός μόδας, εκτός κι αν δεν έχει απομείνει πια ούτε δέντρο στον πλανήτη για να παράγουμε χαρτί. Το έντυπο βιβλίο παραμένει ο πιο άνετος, αξιόπιστος και ανθεκτικός τρόπος διακίνησης πληροφορίας: μπορείς να το πας οπουδήποτε, να το βάλεις μέχρι και στην κωλότσεπη, να το μυρίσεις, να αναπτύξεις μαζί του μια βαθιά φιλία, να το δωρίσεις, να το μουτζουρώσεις και όλα αυτά χωρίς καν να χρειαστεί να το επαναφορτίσεις! Επομένως, όχι, οι άνθρωποι δεν έχουν σταματήσει να διαβάζουν, το αντίθετο θα έλεγα.

Ειδικά την περίοδο της καραντίνας, το ενδιαφέρον για το καλό βιβλίο ανέβηκε, όπως και οι πωλήσεις. Παρατηρώ, επίσης, ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για το κλασικό θέατρο, π.χ. ο Σαίξπηρ σήμερα είναι ίσως πιο δημοφιλής από ποτέ.

Γενικά, νομίζω ότι ο κόσμος συγκινείται περισσότερο όταν μπορεί να αλληλεπιδρά με πράγματα, όχι όταν στέκει παθητικός δέκτης. Με το τυπωμένο βιβλίο, όπως επίσης με το θέατρο, υπάρχει αυτή η αλληλεπίδραση. Με το σινεμά και το e-book, πάλι, μάλλον όχι, ούτε βέβαια με την τηλεόραση. Για την ακρίβεια, απ’ όλες τις εκφράσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, μόνο με τα βιβλία και κάποιους πίνακες ζωγραφικής μπορεί να αναπτύξει κανείς μια τόσο στενή σχέση ζωής.

Με εντυπωσίασε κιόλας, ξέρετε, το γεγονός ότι στην Ελλάδα τα βιβλιοπωλεία ήταν από τα πρώτα καταστήματα που άνοιξαν μετά το lockdown, ενώ στη Βρετανία η «πρωτιά» ανήκε στις κρατικές υπηρεσίες. Αυτό νομίζω ότι κάτι λέει για τις προτεραιότητες που βάζει κάθε χώρα.

– Ένας γνωστός μού έλεγε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, να ξεφορτωθώ τη μισή τουλάχιστον βιβλιοθήκη μου: «Τι τα θες τόσα βιβλία, κράτα μόνο τα πιο ιδιαίτερα, θα κερδίσεις και χώρο στο σπίτι». Ξεφορτώνομαι, πράγματι, κατά καιρούς διάφορα, αλλά το κάνω με μισή καρδιά.

Ένα από τα πράγματα που μου έμαθε η ζωή, μια και ευτύχησα να έχω πλήθος βιβλία, τα περισσότερα μάλιστα δωρεάν, λόγω της δουλειάς μου, είναι να μην έχω υπομονή με τα κακά βιβλία. Δηλαδή πιστεύω ακράδαντα ότι τα βιβλία είτε θα πρέπει να φυλάσσονται σαν θησαυροί είτε να πετιούνται κατευθείαν στον κάδο της ανακύκλωσης. Όσο και να τα αγαπώ, δεν τα θεωρώ καθόλου ιερά επειδή απλώς είναι βιβλία, σημασία έχει και το τι γράφουν!

Η ζωή, δυστυχώς, είναι πολύ μικρή για να την ξοδεύουμε διαβάζοντας βλακείες. Αυτό λέω και στα παιδιά μου, να μάθουν όχι μόνο να σέβονται βαθιά όσα βιβλία το αξίζουν αλλά και να είναι όσο θέλουν ασεβή απέναντι σε όσα δεν το αξίζουν.

— Νομίζω ότι θα συμφωνήσω! Κληρονόμησαν τα παιδιά σας το πάθος για την ανάγνωση και τη συγγραφή;

Ναι, ο ένας γιος μου σίγουρα. Τα άλλα τρία παιδιά, όχι, δεν το ‘χουν, αλλά ευελπιστώ να το αποκτήσουν – και ο πατέρας τους, άλλωστε, μεγαλώνοντας απέκτησε την «έξη». Προς το παρόν, προσπαθώ να τα πείσω να διαβάσουν τουλάχιστον τα δικά μου βιβλία, αλλά δεν τα έχω καταφέρει ακόμα, παρότι τα έχω αφιερώσει σε αυτά!

— Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας έκανε κάτι;

Α, ήταν το «Τρυφερή είναι η νύχτα» του Σκοτ Φιτζέραλντ, που διάβασα στην εφηβεία μου. Ένα υπέροχο βιβλίο που δεν ξέρω αν μπορώ να ξαναδιαβάσω σήμερα, γιατί φοβάμαι μήπως απογοητευτώ.

– Είχα ακριβώς την ίδια συζήτηση προχθές με έναν άλλο φίλο, δηλαδή κατά πόσο βιβλία που μας συντάραξαν στην εφηβεία θα είχαν το ίδιο εφέ αν τα διαβάζαμε σήμερα.

Ναι, δεν είναι καθόλου εγγυημένο αυτό. Με άλλο μάτι, και άλλες προσδοκίες, διαβάζεις ένα βιβλίο στα 18 σου χρόνια, με άλλο στα 48 ας πούμε. Όταν είσαι μικρότερος, σε συγκινεί περισσότερο ο άκρατος ιδεαλισμός, οι μέχρι θανάτου έρωτες, οι ιδανικές αγάπες και τα παρόμοια. Όμως, καθώς ωριμάζεις και αντιλαμβάνεσαι την πολυπλοκότητα της ζωής και τη σχετικότητα πολλών πραγμάτων, αλλάζουν και οι αναγνωστικές σου απαιτήσεις. Θα σου δώσω ένα σχετικό παράδειγμα: όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά, τους διάβαζα πριν κοιμηθούν Χάρι Πότερ και με συνέπαιρνε κι εμένα εκείνη την ώρα, όταν όμως επιχείρησα να τον διαβάσω κατά μόνας, βαρέθηκα στο δεκάλεπτο!

— Καταλαβαίνω απολύτως το σκεπτικό σας. Τουλάχιστον ο Χάρι Πότερ διαθέτει, νομίζω, κάποιες λογοτεχνικές αρετές, αντίθετα από πολλά «φτηνά» βιβλία που γίνονται μπεστ σέλερ.

Αυτό που λέτε ισχύει και το διαπίστωσα επανειλημμένα από την εμπειρία μου ως βιβλιοπώλη. Ποτέ δεν κατάλαβα π.χ. γιατί έκαναν τόσες πωλήσεις οι «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» της Ε.Λ. Τζέιμς ‒ έχοντας δει την ομώνυμη ταινία, μου κίνησε την περιέργεια, λέω, δεν μπορεί, θα αξίζει έστω για τις ερωτικές περιγραφές. Όμως, όχι, δεν αξίζει ούτε καν να το στείλεις για ανακύκλωση! Ένας λόγος που πέτυχε εμπορικά ίσως είναι ότι το να περιγράφει μια γυναίκα αναλυτικά τις ερωτικές της φαντασιώσεις είναι ασυνήθιστο. Είναι ταυτόχρονα από τα βιβλία εκείνα που επειδή γίνανε μόδα και όλοι γύρω σου τα έχουν διαβάσει (ή έτσι λένε), νιώθεις κι εσύ υποχρεωμένος να το κάνεις, επειδή νομίζεις ότι έχεις χάσει κάτι σημαντικό. Αλλά αυτή είναι γενικότερα η φιλοσοφία των μπεστ σέλερ, άσχετα με το πόσα από αυτά αξίζουν πραγματικά αυτόν τον τίτλο.

— Η εμπορική επιτυχία ενός βιβλίου είναι, νομίζω, και θέμα καλών δημοσίων σχέσεων.

Απολύτως! Στην Αμερική, για παράδειγμα, η εμφάνιση ενός συγγραφέα στην εκπομπή της Όπρα Γουίνφρεϊ τον μετέτρεπε αυτόματα σε σούπερ σταρ. Το αντίστοιχο στη Βρετανία είναι να σε παίξει στην εκπομπή του στο ITV ο Μάικλ Πάρκινσον. Μια ενθουσιώδης βιβλιοκριτική σε μια σοβαρή εφημερίδα, είτε ειλικρινής είτε μάλλον δημοσιοσχετίστικη, αποτελεί επίσης εχέγγυο επιτυχίας. Δηλαδή, είναι πολλά αυτά που μπορούν να απογειώσουν ένα βιβλίο, πέρα από την καθαρά λογοτεχνική του αξία και, δυστυχώς, πολλά πετυχημένα βιβλία δεν είναι παρά σκουπίδια.

— Υπάρχουν, αντίστοιχα, αρκετά παραδείγματα πραγματικά σπουδαίων συγγραφέων αλλά και καλλιτεχνών που έμειναν στην αφάνεια όσο ζούσαν. Εξακολουθεί, λέτε, να συμβαίνει αυτό ακόμα και σε μια εποχή που η πληροφορία είναι σε υπερπροσφορά και ο καθένας μπορεί να εκδώσει γραπτά του ακόμα και κατ’ ιδίαν;

Ναι, φυσικά και συμβαίνει ακόμα. Καταρχάς, για τον απλό λόγο ότι πολλοί άνθρωποι δεν γράφουν για τα χρήματα ή τη δημοσιότητα αλλά επειδή το έχουν ανάγκη. Συνεχίζουν, μάλιστα, να το κάνουν έστω και δίχως καμία προοπτική κέρδους, κάτι που δεν συμβαίνει σε άλλες δουλειές. Ένας άλλος λόγος είναι η υπερπαραγωγή βιβλίων, που μετατρέπει τα βιβλιοπωλεία σε σούπερ μάρκετ και έχει ως συνέπεια να παραγκωνίζονται κάποια πραγματικά καλά βιβλία που δεν καταφέρνουν να προβληθούν αρκετά.

Ένα παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας είναι μια νουβέλα που έγραψε η Ντόρις Λέσινγκ με το ψευδώνυμο Τζέιν Σόμερς («The diary of the good neighbour») και θεωρείται από τα κορυφαία της έργα, εμπορικά όμως «πάτωσε», γιατί κανείς δεν ήξερε τη συγγραφέα. Η Τζ.Κ. Ρόουλινγκ, πάλι, είχε γράψει πριν από τον Χάρι Πότερ κάποια αξιόλογα αστυνομικά βιβλία ως Τζ.Κ. Γκαλμπρέιθ. Δεν θυμάμαι να πουλήσαμε ούτε ένα αντίτυπο στην Ottakar’s προτού μαθευτεί ποια ήταν η πραγματική τους συγγραφέας, οπότε και έγιναν ανάρπαστα! Επομένως, ναι, συνεχίζουν να υπάρχουν μεγάλα ταλέντα που αγνοούμε.

— Εκτός από τα βιβλία και τη συγγραφή, τι άλλο σας γοητεύει;

Καταρχάς, τα κόμικ και ειδικά ο Τεν-Τεν, ο αγαπημένος μου ήρωας! Μου αρέσει, επίσης, πολύ η μουσική, παίζω πιάνο, μάλιστα είχαμε φτιάξει με φίλους προ ετών μια ροκ μπάντα και παίζαμε βασικά διασκευές, Oasis, Radiohead, τέτοια. Όχι, δεν έχω να σου βάλω να ακούσεις, παίζαμε χάλια έτσι κι αλλιώς, σχεδόν πληρώναμε ανθρώπους για να έρθουν να μας δουν live!

Ένα άλλο πάθος μου είναι τα ελληνικά, τα οποία προσπαθώ να μάθω, όπως και όλοι μας στην οικογένεια. Και επειδή πάντα ήθελα να καταπιάνομαι με καινούργια εγχειρήματα, σκέφτομαι σοβαρά να ξεκινήσω ένα διεθνές λογοτεχνικό φεστιβάλ στην Ελλάδα, με έδρα μάλλον στην Πελοπόννησο, συγκεκριμένα στην Καρδαμύλη, που φαντάζει ιδανικός τόπος για κάτι τέτοιο. Απορώ, μάλιστα, που δεν υπάρχει ένα αντίστοιχο μεγάλο φεστιβάλ στην Ελλάδα.

Ο συγγραφέας με το δημοσιογράφο Θοδωρή Αντωνόπουλο

— Αυτό είναι είδηση και μακάρι η ιδέα του φεστιβάλ να ευοδωθεί.

Το ελπίζω και το πιστεύω! Άφησα, όμως, τελευταίο το σημαντικότερο: τα παιδιά μου. Χαίρομαι να τα βλέπω να μεγαλώνουν, να παίρνουν αποφάσεις, να φέρνουν σπίτι καινούργιους φίλους, να κάνουν πράγματα – όσο ωριμάζει ένα παιδί, τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει. Βρίσκω, μάλιστα, γενικότερα πολύ ενδιαφέρουσα τη νέα γενιά, είναι πανέξυπνη, σκέφτεται πολύ διαφορετικά από μας –ναι, προς το καλύτερο‒, είναι πιο γενναιόδωρη, νοιάζεται περισσότερο για το κοινωνικό σύνολο και τις μη προνομιούχες, τις ευπαθείς ομάδες, αντίθετα από τη δική μου τουλάχιστον γενιά, που ήμασταν, θυμάμαι, υπερβολικά εγωιστές. Υπήρξαμε, βέβαια, και μια γενιά τυχερή, δεν ζήσαμε κάποιον μεγάλο πόλεμο, μεγαλώσαμε σε ένα περιβάλλον αέναης, συχνά «τυφλής» ανάπτυξης, τον λογαριασμό για την οποία καλούνται τώρα να πληρώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας ‒ είμαι στ’ αλήθεια περίεργος να δω πώς θα το διαχειριστούν αυτό.

— Ώστε είναι μια γενιά πιο ευαισθητοποιημένη, πιο δοτική, πιο αλληλέγγυα, πιστεύετε.

Σαφώς. Πιο πραγματίστρια και πιο εφευρετική, επίσης. Δίδασκα, ξέρετε, μέσω μιας ΜΚΟ εθελοντικά αγγλικά για ένα διάστημα πέρσι και πρόπερσι στην προσφυγική δομή της Μόριας – θα συνέχιζα φέτος, αλλά ας όψεται η πανδημία. Περιστοιχιζόμουν εκεί από πολλούς νέους απ’ όλο τον κόσμο, επίσης εθελοντές. Ήταν άνθρωποι εξαιρετικοί, αφοσιωμένοι στο έργο τους και πρόσφεραν πολλά σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες τόσο γι’ αυτούς όσο και, πολύ περισσότερο, για τους εγκλωβισμένους εκεί πρόσφυγες και μετανάστες. Γι’ αυτό σας λέω, έχω μεγάλες προσδοκίες από τη νέα γενιά, μια γενιά που νοιάζεται όχι μόνο θεωρητικά αλλά και στην πράξη κι αυτό με κάνει αισιόδοξο, παρότι διανύουμε περίεργους καιρούς που κυοφορούν μεγάλες αλλαγές.

— Έχοντας συνδιοργανώσει και διευθύνει παλιότερα το Prince’s Rainforest Project του Καρόλου, τι πιστεύετε γι’ αυτόν, την Ελισάβετ και τον βασιλικό θεσμό στη Βρετανία γενικότερα;

Ναι, εργάστηκα πράγματι για δύο χρόνια σε αυτό το πρότζεκτ (2007-9), δεν προχώρησε όμως και το εγκατέλειψα. Ο πρίγκιπας Κάρολος είναι ένας καλός άνθρωπος, αλλά μέχρι εκεί. Όσο για τη βασίλισσα, ούσα πλέον «ιερό τέρας», παραμένει δημοφιλής ακριβώς επειδή δεν παίρνει κανένα απολύτως ρίσκο, δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι ο βασιλικός θεσμός θα έχει την ίδια απήχηση μετά από αυτή. Γεγονός είναι ότι οι ζωές και τα σκάνδαλα των μελών της βασιλικής οικογένειας «συντηρούν» πολλά ΜΜΕ.

Πηγή: lifo.gr

Συνομιλώντας με τον συγγραφέα της «Τριλογίας του Μυστρά» στο κάστρο του, στους Δολούς
To Top