Απόψεις

Το «Μητροπολιτικό» ζήτημα του 1933 και ο αντίκτυπός της στη Μεσσηνιακή κοινωνία (ή όταν η λαϊκή βούληση αγνοείται)

Η σχέση της (διοικούσας τουλάχιστον) Εκκλησίας με τον πιστό λαό της είναι διαχρονικά προβληματική. Η Εκκλησία μπορεί να δέεται «υπέρ του περιεστώτος λαού», στην πράξη όμως δεν φαίνεται να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη γνώμη του. Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο και απτό στις χειροτονίες επισκόπων, οι οποίοι συχνά ψηφίζονται ερήμην του λαού ή και ενάντια στην επιθυμία του.

Μία τέτοια περίπτωση παρουσιάζεται εδώ, εξ αφορμής πρόσφατων «ζυμώσεων» σε εκλογή επισκόπου της διασποράς. Πρόκειται για το λεγόμενο «Μητροπολιτικό» ζήτημα της Μεσσηνίας, δηλ. την υπόθεση της πλήρωσης του Μητροπολιτικού θρόνου της Μεσσηνίας μετά την κοίμηση του Μελέτιου Σακελλαρόπουλου (16/6/1933). Το ζήτημα πήρε σύντομα μεγάλες διαστάσεις, συμπαρασύροντας ακαδημαϊκούς αλλά και πολιτικούς παράγοντες, τόσο στη Μεσσηνία όσο και στην Αθήνα.

Τελικά, μετά από αρκετές αναβολές και παλινωδίες, τοποθετήθηκε ο μέχρι τότε Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Πολύκαρπος Συνοδινός (για τη σχέση του Συνοδινού με την πολιτική, βλ. άρθρο μου στην «Ελευθερία» 1/7/2017). Το παρόν άρθρο βασίζεται στην αποδελτίωση του Μεσσηνιακού τύπου της εποχής (κυρίως της έγκριτης εφημερίδας «Σημαία» που έχει πάψει να λειτουργεί).

Όλα άρχισαν την επομένη της εκδημίας του Μελέτιου Σακελλαρόπουλου, όταν προτάθηκε στον Καλαματιανό Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων Ιεζεκιήλ, που παρέστη στην κηδεία, να υποβάλει υποψηφιότητα για τη Μητρόπολη Μεσσηνίας. Ο Ιεζεκιήλ αρνήθηκε την πρόταση, δηλώνοντας ότι «δεν επιθυμεί να ψει την έδραν του, όπου απολαμβάνει της γενικής εκτιμήσεως και εμπιστοσύνης του λαού της περιφερείας του» («Σημαία» 21/6/1933).

Η επιλογή Ανδρώνη

Μετά την άρνηση του Ιεζεκιήλ, η κοινή γνώμη στράφηκε στον αρχιμανδρίτη Πολύκαρπο Ανδρώνη, που υπηρετούσε ως ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Μεσσηνίας και είχε οριστεί τοποτηρητής. Γράφτηκε μάλιστα ότι «θα υποστηρίξη την υποψηφιότητά του και ο Μακαριώτατος Μητροπολίτης Αθηνών και ο Σος Θεσσαλιώτιδος» («Σημαία» 20/6/1933). Η υποψηφιότητα αυτή σκόνταφτε όμως στον ισχύοντα καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, που προέβλεπε την πλήρωση της θέσης δια μεταθέσεως εν ενεργεία μητροπολίτη.

Σχηματίστηκε αμέσως «πολυμελεστάτη επιτροπή» από εκπροσώπους πολλών σωματείων της Καλαμάτας και της Μεσσήνης, η οποία μετέβη στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, «διερμηνεύουσα τον πόθον του Μεσσηνιακού Λαού όπως η χηρεύουσα θέσις του Μητροπολίτου Μεσσηνίας πληρωθή δια της εκλογής του Ιεροκήρυκος Αρχ. Πολυκάρπου Ανδρώνη» και ζητώντας την τροποποίηση του νόμου. Ο Μακαριώτατος απάντησε ότι «αναγνωρίζει την ανάγκην της τροποποιήσεως» και ότι ο Ανδρώνης είναι ο «ενδεδειγμένος» υποψήφιος.

Στη συνάντηση παρίστατο και ο Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος ο οποίος «εξεφράσθη υπέρ του εν λόγω Αρχιμανδρίτου και εδήλωσε ότι θα υποστηρίξη την εκλογήν έστω και εάν είναι ανάγκη να γείνη τούτο και δι’ εκδόσεως Αναγκαστικού Διατάγματος». Οι εκπρόσωποι πρόσθεσαν στον Αρχιεπίσκοπο ότι την ίδια επιθυμία «αφήκε να εννοηθή και ο εκλιπών Μητροπολίτης δια της πνευματικής του διαθήκης».

Στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του («Σημαία» 18/6/1933), ο Μελέτιος εξέφραζε «την πλήρη [του] ευαρέσκειαν» στον Πολύκαρπο Ανδρώνη, ο οποίος «φερόμενος ως υιός προς πατέρα, μεγάλως συνέβαλεν εις την εν γένει διαξαγωγήν της πνευματικής [του] υπηρεσίας». Ο μελοθάνατος ιεράρχης τον παρακαλούσε «θερμώς, όπως εξακολουθήση μετά του αυτού ζήλου και ενδιαφέροντος την εργασίαν αυτού».

Ποιος ο Πολύκαρπος Ανδρώνης

Γεννημένος στην Τριφυλία, είχε σπουδάσει θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, προσχωρώντας σύντομα στις τάξεις της Αδελφότητας Θεολόγων «Η Ζωή». Ένας από τους κύριους σκοπούς της αδελφότητας ήταν η διάδοση των χριστιανικών αρχών και αληθειών μεταξύ του λαού μέσω της οργάνωσης κηρυγμάτων και την έκδοση και διάδοση «ηθικοπλαστικών» δημοσιευμάτων.

Για να επιτύχουν την εκλογή Ανδρώνη, εστάλησαν στην Ι. Σύνοδο και το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων «τηλεγραφήματα και ψηφίσματα εξ όλων των σωματείων» της Καλαμάτας, «επιστημονικών και επαγγελματικών, εκφράζοντα την θέλησιν του Λαού» («Σημαία» 21/6/1933). Οργανώθηκε επίσης «ογκώδες» συλλαλητήριο στην Καλαμάτα, όπου εκδηλώθηκε «παραστατικώτερον … η αγάπη και ο σεβασμός του λαού προς τον μέλλοντα Μητροπολίτην».

Αλλά και η οργανωτική επιτροπή ενός δεύτερου συλλαλητηρίου στη Μεσσήνη τόνιζε ότι ο Ανδρώνης «είναι ο σεμνός, ο ενάρετος, ο αφοσιωμένος εκείνος κληρικός … ο μόνος ενδεδειγμένος να συνεχίση το διακοπέν έργον του αποβιώσαντος Ιεράρχου μας … Είναι ο ποιμήν ο καλός … ο ακάματος και ακατάβλητος εργάτης και ο άκαμπτος υποστηρικτής της αληθείας … είναι η εγγύησις δια το μέλλον» («Σημαία» 25/6/1933).

Απέναντι σε αυτή την κινητοποίηση του κόσμου, ο σεμνός Πολύκαρπος Ανδρώνης αναγκάστηκε να βγει δημοσίως («Σημαία» 25/6/ 1933) για να αποδοκιμάσει τα συλλαλητήρια και να δηλώσει ότι δεν υιοθετεί τις ενέργειες των «οργανωτικών επιτροπών», για τις οποίες πίστευε ότι έγιναν «εξ υπερβολικού ζήλου», χωρίς να έχει ενημερωθεί ο ίδιος.

Δυο μέρες όμως αργότερα, ανακοινωνόταν ότι «η δια Λαϊκών τηλεγραφημάτων κίνησις υπέρ εκλογής του τοποτηρητού αρχιμανδρίτου Πολυκάρπου Ανδρώνη δεν εγκρίνεται υπό της Ιεράς Συνόδου» («Σημαία» 27/6/1933). Ως υποψήφιοι με «περισσοτέρας πιθανότητας» κατονομάζονταν οι Μητροπολίτες Γόρτυνος και Καλαβρύτων.

Αμέσως, «πολυμελής επιτροπή Μεσσηνίων» με επικεφαλής τον Γερουσιαστή Μεσσηνίας Γ. Σχοινά επισκέφτηκε τον αρχιεπίσκοπο, στον οποίον «διερμήνευσαν την επιθυμίαν του Μεσσηνιακού Λαού όπως μη εκλεγή ουδείς των υποψηφίων διότι ούτοι είναι ανάξιοι δια τον Μεσσηνιακόν Λαόν» («Σημαία» 28/6/1933). Ταυτόχρονα, ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Θ. Τουρκοβασίλης ζητούσε από την Ι. Σύνοδο «να τροποποιήση τον καταστατικόν χάρτην της Εκκλησίας, ώστε η συμπλήρωσις της κενωθείσης επισκοπικής θέσεως να μη γίνη δια μεταθέσεως αλλά δια χειροτονίας».

«Οι Δεσποτάδες τσακώνονται»
Ενώπιον αυτών των γεγονότων, η Ι. Σύνοδος ανέβαλε για δεύτερη φορά την εκλογή Μητροπολίτη Μεσσηνίας «λόγω σειράς διαφωνιών». Στην πραγματικότητα, πρώτος ο κρατικός επίτροπος Θ. Σπεράντζας ζήτησε «να απόσχη», καθώς η σύνοδος είχε αγνοήσει έγγραφο του υπουργού Παιδείας, με το οποίο «εζήτει την αναβολήν της συνεδριάσεως». Αποχώρησε επίσης και ο Μητροπολίτης Ηλείας, αφού υπέβαλε υπόμνημα με το οποίο πρότεινε «όπως η πλήρωσις της Μητροπολιτικής έδρας Μεσσηνίας γίνη δια χειροτονίας και ουχί δια προβιβασμού».

Πριν κλείσει ο Ιούνιος, πρωτοσέλιδο της «Σημαίας» (30/6/1933) με τον εύγλωττο τίτλο «Προειδοποιούμεν την Ιεράν Σύνοδον» διεμήνυε ότι «Δεν θα είναι ανεκτός ο Μητροπολίτης εκείνος όστις, παρεκκλίνων της τακτικής που εχάραξεν ο Μελέτιος, θα θελήση να χρηματισθή, να εκμεταλλευθή το αξίωμα του και να παραδώση τα άγια τοις κυσί. Τοιούτον Ιεράρχην ... δεν θα ανεχθή κανείς Μεσσήνιος».

Ταυτόχρονα η επιτροπή των Μεσσηνίων «διεμαρτυρήθη εντόνως προς τον κ. Τσαλδάρη διότι η Ιερά Σύνοδος ουδόλως λαμβάνει υπ’ όψιν της την θέλησιν του Λαού της Μεσσηνίας αλλά θέλει να επιβάλη Μητροπολίτην ανεπιθύμητον εις τον Μεσσηναικόν Λαόν». Απέσπασε δε τη διαβεβαίωση του πρωθυπουργού ότι «η πλήρωσις του θρόνου θα αναβληθή δια τον προσεχή Οκτώβριον, δια να καταστή δυνατή εν τω μεταξύ η τροποποίησις του σχετικού Νόμου προς εκογήν του κ. Ανδρώνη» («Σημαία» 1/7/1933).

Κατά την επάνοδο τους, τα μέλη της επιτροπής δήλωναν ότι «αυτό το οποίον παρουσιάζεται υπέρ του εκλεκτού τούτου κληρικού, όνομα και πράγμα Πολυκάρπου ... είναι πρωτοφανές, είναι θείον φαινόμενον. Λαός, Κλήρος και πολιτικός κόσμος της Μεσσηνίας, όλος υπέρ αυτού ... Ο κ. Πολύκαρπος Ανδρώνης είναι θέλημα Θεού να γίνη Ιεράρχης Μεσσηνίας» («Σημαία» 6/7/1933).

Αρθρογράφος από την Αθήνα έγραφε ότι «ο δια του μεταθετού ποιμενάρχης άλλης Επισκοπής … δεν είναι δυνατόν να προσανατολισθή εύκολα με τα ήθη και έθιμα άλλου ποιμνίου» («Σημαία» 11/7/1933). Σημείωνε επίσης με έμφαση ότι «όταν μετακινείται ο Ποιμενάρχης χωρίζεται την Επισκοπήν, ως ο σύζυγος την σύζυγον … και δεν δύναται να διοικήση εν πνεύματι αγάπης». Τέλος, ενημέρωνε το κοινό ότι η «εξ επιλέκτων Καλαματιανών» επιτροπή που μετέβη στην Αθήνα για να υποστηρίξει τον Ανδρώνη απέσπασε «την κατηγορηματικήν υπόσχεσιν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως».

Ο «καθηγητής Θεολογίας» Ευστ. Σταθόπουλος θεωρεί τη μετάθεση άλλου επισκόπου «όχι μόνον ύποπτον και άσκοπον … αλλά και ασυμβίβαστον προς το καθολικό φρόνημα της Εκκλησίας και τους ιερούς κανόνας» («Σημαία» 28/7/1933). Προσέθετε επίσης ότι «ο μέλλων Μητροπολίτης Μεσσηνίας … πρέπει να είναι γνώστης και της Μεσσηνίας και του χαρακτήρος των κατοίκων αυτής, κληρικών τε και λαϊκών», γι’ αυτό και προέτρεπε τους Μεσσήνιους «να μην επιτρέψουν, εάν πονούν δια το καλόν του τόπου των, την εισβολήν ξένου επισκόπου».

Μέχρι τα τέλη Αυγούστου, το θέμα Ανδρώνη βρισκόταν ακόμα σε εκκρεμότητα, αφού η επιτροπή των Μεσσηνίων επισκεπτόταν τον Υπουργό Παιδείας στην Αθήνα επαναλαμβάνοντας το αίτημα «όπως η πλήρωσις του Μητροπολιτικού θρόνου Μεσσηνίας γείνη ουχί δια μεταθέσεως αλλά δια χειροτονίας» («Σημαία» 26/8/1933).

Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο τύπος έγραφε ότι στο Υπουργείο Θρησκευμάτων κατέφθαναν «αθρόα τηλεγραφήματα των οργανώσεων Μεσσηνίας ζητουσών όπως η πλήρωσις της Μητροπολιτικής έδρας Μεσσηνίας γείνει δια χειροτονίας και ουχί δια μεταθέσεως» και ότι ο υπουργός υποσχόταν να «συστήση εις την Ιεράν Σύνοδον την δια χειροτονίας πλήρωσιν της Μητροπολιτικής έδρας» («Σημαία» 5/9/1933).

Άκαρπη απέβη και η συνεδρίαση της Ι. Συνόδου στις 9 Σεπτεμβρίου, διότι «ο Αρχιεπίσκοπος εκηρύχθη υπέρ της δια χειροτονίας πληρώσεως» της Μητροπολιτικής έδρας Μεσσηνίας («Σημαία» 10/9/1933). Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της κινητοποίησης, αρκεί να σημειωθεί ότι απεστάλησαν 400 περίπου τηλεγραφήματα σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς υπέρ του Ανδρώνη!

Η «σφαγή» του Ανδρώνη

Μία εβδομάδα αργότερα, ο Ανδρώνης, σε «ανοικτή επιστολή» του, ενημέρωνε το κοινό ότι ζήτησε τη μετάθεσή του στη Μητρόπολη Βεροίας, αφήνοντας «εντελώς ελεύθερον το πεδίον εις πάντα φιλοδοξούντα» («Σημαία» 17/9/1933). Με τον τρόπο αυτό, ο νέος μητροπολίτης δεν θα είναι υποχρεωμένος να βλέπει μπροστά του «αντίζηλον πικραθέντα δια την οικτράν διάψευσιν των φιλοδοξιών του».

Ο τοπικός τύπος έκανε αμέσως λόγο για «διωγμό» του συμπαθούς αρχιμανδρίτη, τον οποίον η σύνοδος αποφάσισε να «εκσφενδονίση» στη Μακεδονία. Αντ’ αυτού, υποστήριζαν, έπρεπε η σύνοδος «να μη αποδεχθή την περί μεταθέσεως αίτησιν του Ιεροκήρυκος Μεσσηνίας», εκτιμώντας το ήθος του και λαμβάνοντας υπόψη τη στήριξη του λαού στο πρόσωπό του («Σημαία» 21/9/1933).

Στο βιβλίο του Φωτισμένοι διδάχοι, ο θεολόγος και συγγραφέας κ. Γ. Κούβελας, στηριζόμενος όμως σε μεταγενέστερα δημοσιεύματα, ισχυρίζεται ότι ο Ανδρώνης δεν επιθυμούσε εξαρχής την εκλογή του, ακολουθώντας τη «βασική αρχή» της αδελφότητας «Η Ζωή» να μη γίνονται αρχιερείς τα μέλη της (2008, σ. 28). Υπάρχουν πάντως σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσον αυτό ίσχυε στην περίπτωσή του.

Πρώτα, διότι δέχτηκε εξαρχής να ασκήσει τα καθήκοντα του τοποτηρητή της Μητροπόλεως. Έπειτα, διότι, μέχρι την εκλογή του νέου μητροπολίτη βρισκόταν στη Μεσσηνία, όπου χοροστατούσε σε τοπικές πανηγύρεις και αρθρογραφούσε στον τοπικό τύπο. Τρίτον, διότι, αν όντως είχε αποφασίσει να μη γίνει αρχιερέας, θα το είχε δηλώσει απερίφραστα εγκαίρως και δημοσίως.

Αυτό που προκύπτει από τις δηλώσεις και τα δημοσιεύματα της εποχής είναι ότι ο Ανδρώνης πάλευε ανάμεσα στην έμφυτη σεμνότητά του και στην απαίτηση του λαού να τον έχει ποιμενάρχη του. Κάθε φορά που ο σεμνός κληρικός έβγαινε να δηλώσει ότι δεν είναι άξιος για το αξίωμα, βρισκόταν αντιμέτωπος με «την ομόθυμον θέλησιν των συμπολιτών ολοκλήρου της πόλεως» («Σημαία» 11/7/1933).

Η εκλογή Συνοδινού

Με λυμένα τα χέρια, η Ι. Σύνοδος «έλαβε την απόφασιν να συμπληρώση τον χηρεύοντα Μητροπολιτικόν Θρόνον της Μεσσηνίας δια μεταθέσεως άλλου Μητροπολίτου και ουχί δια χειροτονίας». Στην ψηφοφορία που επακολούθησε εξελέγη ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Πολύκαρπος Συνοδινός, που απέσπασε 8 ψήφους (έναντι 4 του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και μίας λευκής).

Η αιφνίδια απόφαση του συνόδου πυροδότησε αμέσως έντονες αντιδράσεις σε όλα τα επίπεδα. Ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων «απεδοκίμασε την ληφθείσαν απόφασιν της Συνόδου», δηλώνοντας ότι «αρνείται να προκαλέσει το προεδρικόν διάταγμα της μεταθέσεως» («Σημαία» 1/10/1933). Το ζητούμενο όμως ήταν να χαρακτηρισθεί ο νόμος «ως αντισυνταγματικός και ως αντιστρατευόμενος εις τους Συνοδικούς Κανόνας».

Στο τοπικό πλαίσιο, η «οργανωτική επιτροπή» των πρώτων κινητοποιήσεων καλούσε και πάλι τους πολίτες σε νέα συλλαλητήριο στις 24 Σεπτεμβρίου, στην αίθουσα του Κινηματοθεάτρου «Τριανόν», για να διατρανώσουν «τον σεβασμόν και την βαθείαν εκτίμησιν του Μεσσηνιακού λαού προς τον ακάματον τούτον εργάτην της ευαγγελικής διδασκαλίας και ηθικής» («Σημαία» 22/9/1933).

Αλγεινή εντύπωση δημιούργησε η είδηση ότι ο νέος μητροπολίτης «άμα τη εκλογή του έσπευσε τηλεγραφικώς ν’ απαλλάξη τον Ιεροκήρυκα Μεσσηνίας κ. Πολύκαρπον των καθηκόντων του Τοποτηρητού και να διορίση τοιούτον τον οικονόμον κ. Ι. Κωστόπουλον» («Σημαία» 23/9/1933). Ταυτόχρονα, ο μεγαλόθυμος Ανδρώνης καλούσε τον λαό να σεβαστεί την απόφαση της συνόδου.

Σε δηκτικό δημοσίευμα της «Σημαίας» (24/9/1933), συντάκτης προειδοποιούσε τους διοργανωτές του συλλαλητηρίου, ότι αν «η υπέρ αυτού εξέγερσις είχεν ως αποτέλεσμα την μετάθεσίν του εκ Καλαμών εις Βέροιαν», η συνέχιση των κινητοποιήσεων ενδέχεται να επιφέρει «και άλλους διωγμούς». «Ας τον αφήσωμεν λοιπόν ήσυχον», γράφει ο συντάκτης, «και ας μάθη ο καλός καγαθός Κληρικός εφεξής να είναι ολιγώτερον αφοσιωμένος εις το έργον του και περισσότερον επιτήδειος».

Για να κατευνάσει τα πνεύματα, η Ι. Σύνοδος αποστέλλει τάχιστα εγκύκλιο προς τους κληρικούς και «απαξάπαντες» τους πιστούς της Μητροπόλεως Μεσσηνίας, τους οποίους προτρέπει «μητρικώς» και εντέλλεται «εκκλησιαστικώς» να υποδεχθούν τον Πολύκαρπο Συνοδινό «ως κανονικόν και νόμιμον» επίσκοπό τους («Σημαία» 2/10/1933).

Σε ανακοίνωσή του, ο Νομάρχης Μεσσηνίας Αντ. Σπηλιωτόπουλος δήλωσε για τον εκλεγέντα μητροπολίτη ότι «η άνευ εκδόσεως του σχετικού Διατάγματος κάθοδος αυτού εις Καλάμας … θα τον φέρη εις δύσκολον θέσιν, διότι δεν θα αναγνωρισθή υπό των Αρχών» και ότι «εγκαθιστάμενος άνευ της θελήσεως της Κυβερνήσεως, θα έχη πνευματικήν εγκατάστασιν αλλ’ όχι και πολιτικήν» («Σημαία» 28/10/1933).

Από την πλευρά του, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ανακοίνωνε ότι ο πρωθυπουργός Παν. Τσαλδάρης του υποσχέθηκε «να εισηγηθή το ζήτημα του Μητροπολίτου Μεσσηνίας εις το υπουργικόν συμβούλιον» για να εξασφαλιστεί «η απρόσκοπτος μετάβασις του Ιεράρχου εις την έδραν του» («Σημαία» 31/10/1933). Ένα μήνα αργότερα, ο Αρχιεπίσκοπος ανακοίνωνε ότι θα συνεργασθεί ο ίδιος με τον Υπουργό Προνοίας Μακρόπουλο για να «λυθή οριστικώς και το χρονίζον ζήτημα του Μητροπολίτου Μεσσηνίας» (Σημαία» 28/11/1933).

Στο μεταξύ, ο τύπος έκανε έκκληση στην κυβέρνηση να διευθετήσει τα πράγματα, διότι η τοπική εκκλησία είχε περιέλθει σε λειτουργική αφασία: «τα πάντα παρέλυσαν. Τα κατηχητικά σχολεία έπαυσαν λειτουργούντα», ο κλήρος της Μεσσηνίας ένιωθε «ακέφαλος και απηδαλιούχητος … πάσα φιλανθρωπική κίνησις εχαλαρώθη» («Σημαία» 4/11/1933).

Αντιδράσεις για την εκλογή Συνοδινού

Οι Μεσσήνιοι κατηγόρησαν την Ι. Σύνοδο, διότι, ενώ έληγε η ενιαύσια θητεία της και σε 15 ημέρες θα παρέδισε σε νέα σύνοδο, «εβιάσθη, σαν να εκινδύνευε η Μεσσηνία δι’ αυτάς τας ολίγας ημέρας» («Σημαία» 28/9/1933). Συμπέραναν λοιπόν ότι «έσπευσαν φοβηθέντες μήπως η Κυβέρνησις μεταβάλει τον Νόμον και γίνει η πλήρωσις του Μητροπολίτου δια χειροτονίας». Χαρακτήρισαν δε τις μεθοδεύσεις αυτές «πείσματα», προβλέποντας ότι θα «εκραγή διαδήλωσις με μαύρες σημαίες εναντίον της εκλογής».

Αρθρογράφος της «Σημαίας» (29/9/1933) αμφισβητούσε ανοιχτά την αξία του εκλεγέντος με το επιχείρημα ότι, όταν ανακοινώθηκε η μετάθεσή του «δεν εξεδηλώθη από τας επαρχίας Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως ουδεμία δυσφορία, ουδεμία λύπη, ουδεμία στενοχώρια», αντίθετα με τη Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος, όπου «εχάλασεν ο κόσμος … ολόκληρος δε η περιφέρεια της Επισκοπής εκείνης εξηγέρθη δια να ματαιωθή η μετάθεσις του Ποιμενάρχου των».

Άλλος αρθρογράφος με το ψευδώνυμο «Νομικός» δήλωνε σαφώς πως «Ό,τι συνετελέσθη δια την συμπλήρωσιν της χηρευούσης Μητροπόλεως Μεσσηνίας είναι άκυρον, έκνομον, αντικανονικόν και αντισυνταγματικόν» («Σημαία» 1/10/1933). Και τούτο διότι, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, η μετάθεση επισκόπου επιτρέπεται μόνο «όταν κινδυνεύει και κλονίζεται η πίστις των Χριστιανών ορισμένης περιφερείας» και όταν υπάρχει «εθνικής τις ανάγκη».

Στον διάλογο παρενέβη και ο διαπρεπής Καλαματιανός κανονολόγος Δημ. Πετρακάκος, καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στο Παν/μιο Αθηνών, ο οποίος, αφού σημείωνε ότι ακόμα και ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ «ουδέποτε επέτρεψε μετάθεσιν» επισκόπου, προέτρεπε τους Μεσσήνιους να ζητήσουν «την κατάργησιν της αντισυνταγματικής διατάξεως» για να φτάσουν «τάχιστα εις την πραγμάτωσιν της ιεράς [των] επιθυμίας» («Σημαία» 22/11/1933). Τόνιζε δε με νόημα ότι «πάσα τυχόν πράξις του οιουδήποτε νεοκλεγέντος προ του διατάγματος καταστάσεως και αναγνωρίσεως είναι πάντη άκυρος», υπονοώντας μάλλον τη μετάθεση Ανδρώνη.

Στην υπόθεση ενεπλάκη και η γειτονική Αρκαδία, μέσω μιας επιστολής του Δημητσανίτη δικηγόρου Μιχ. Παναγιωτόπουλου σε τοπική εφημερίδα («Αρκαδικός Τύπος» 26/11/1933). Ο Παναγιωτόπουλος εγκαλεί τον Συνοδινό ότι εισήγαγε «τον θεσμόν των εγγάμων Μητροπολιτών … προκαλέσας τα σκώμματα απάσης της Ιεραρχίας και τον τίτλον του ‘υποψηφίου Γαμβρού’». Τον κατηγορεί επίσης ότι «κατά την μάχην του Πέτα ενέσπειρε τον πανικόν και εις τα μετόπισθεν ακόμη», αποκαλώντας τον «φυγά του 1897».

Σύντομα όμως, γνωστοποιήθηκε ότι «η Κυβέρνησις ενέκρινε την απόφασιν της Ιεράς Συνόδου … δημοσιευθέντος του Διατάγματος περί διορισμού» («Σημαία» 3/12/1933). Ο νέος μητροπολίτης έφθασε τελικά στην Καλαμάτα μετά τα μέσα Δεκεμβρίου (δηλ. έξι μήνες μετά την εκδημία του Μελετίου Σακελλαρόπουλου). Για να κατευνασθούν τα πνεύματα, συνοδευόταν από τον πρωτοσύγγελο της Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος Κύριλλο Καρμπαλιώτη. Μία ακόμη άνιση αναμέτρηση της Εκκλησίας με τον λαό είχε λάβει άδοξο τέλος...


του Γιάννη Πλεμμένου, ερευνητή στο Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών

Το «Μητροπολιτικό» ζήτημα του 1933 και ο αντίκτυπός της στη Μεσσηνιακή κοινωνία (ή όταν η λαϊκή βούληση αγνοείται)

Δημοφιλέστερα

To Top