Άρθρο του τέως Περιφερειάρχη Πελοποννήσου και πρώην Δημάρχου Καλαμάτας, Παναγιώτη Νίκα
Η κλιματική μεταβολή, με την αύξηση της θερμοκρασίας και τη μείωση χιονοπτώσεων και βροχοπτώσεων, μαζί με τον πολλαπλασιασμό της κατανάλωσης και κυρίως την απουσία εθνικής στρατηγικής για το νερό, έχουν οδηγήσει σε λειψυδρία πολλές περιοχές της χώρας μας.
Δεν είναι ότι τα περισσότερα από τα νησιά μας αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα λειψυδρίας, με συνέπειες κυρίως για τον τουρισμό, το αυτό συμβαίνει και σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, μαζί με την Αθήνα, όπου για την αντιμετώπιση των αναγκών της σε νερό σχεδιάζεται ακόμα και η εκτροπή του Αχελώου.
Για την Πελοπόννησο ιδιαίτερα, υπάρχει πολύ σοβαρό πρόβλημα στην Κορινθία και επιπλέον σε ολόκληρη την ανατολική περιοχή της, από το Κρανίδι και το Πόρτο Χέλι μέχρι τη Μάνη, όπου η υφαλμύρωση λόγω των άναρχων γεωτρήσεων και το ενδεχόμενο της ερημοποίησης αποτελεί εφιαλτική πραγματικότητα.
Όπως τονίσθηκε από την αρχή αυτού του σημειώματος, η απουσία εθνικής στρατηγικής για το νερό, μαζί με την κρατική ανοργανωσιά, τις πελατειακές σχέσεις και την έλλειψη σοβαρών έργων, έχουν οδηγήσει στη λειψυδρία, που αποτελεί πλέον πρόβλημα , το οποίο αφορά στην ποιότητα της ζωής μας, το περιβάλλον, τη γεωργία, τον τουρισμό και γενικά την οικονομική και κοινωνική μας ζωή. Αποτελεί, δηλαδή, η διαχείριση των υδατικών πόρων εθνικό ζήτημα μείζονος σημασίας.
Η ευθύνη της διαχείρισης του νερού -ύδρευση και άρδευση- στην χώρα μας (εκτός Αττικής και Θεσσαλονίκης) σήμερα έχει ανατεθεί σε πάνω από 700 (!) φορείς, πολλοί από τους οποίους είναι καταχρεωμένοι και οι περισσότεροι δεν έχουν διαχειριστική επάρκεια ή μόνιμο προσωπικό για τη στοιχειώδη λειτουργία τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την Πελοπόννησο είναι η δυσλειτουργία των αρδευτικών οργανισμών ΓΟΕΒ και ΤΟΕΒ, που οφείλουν σε τράπεζες, σχεδόν μη εξυπηρετούμενα ποσά, πάνω από 10.000.000 ευρώ.
Μαζί με αυτά, οι πολίτες πληρώνουν το πιο ακριβό νερό– ανάλογα με τους μισθούς- σε επίπεδο Ε.Ε, η νεροκλοπή (δεν μας αρκεί η ρευματοκλοπή) αποτελεί συνήθη κατάσταση, όπου οι συνεπείς πολίτες τελικά την επιβαρύνονται, η κατασκευή φραγμάτων δεν ολοκληρώνεται για δεκαετίες, η κατασπατάληση (ιδίως στην άρδευση) και οι μεγάλες απώλειες στο νερό, λόγω παλαιότητας των δικτύων, αποτελούν συνήθη κατάσταση.
Για την αντιμετώπιση του εθνικού ζητήματος της λειψυδρίας απαιτείται προφανώς εθνικός σχεδιασμός και στρατηγική, με μελέτες και έργα της τάξεως των 15 περ. δις, με μέτρια εκτίμηση, που μπορεί να αναζητηθούν από Ευρωπαϊκά προγράμματα και κυρίως με σταδιακό δανεισμό από την Ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων. Αυτό όμως απαιτεί σοβαρές νομικές οντότητες, δηλαδή πλήρη διοικητικό μετασχηματισμό, κατά τα ισχύοντα στην Ε.Ε, με την κατάργηση των εκατοντάδων φορέων διαχείρισης του νερού. Αυτό το τελευταίο, είναι βέβαιο πως θα δημιουργήσει μεγάλες αντιδράσεις, κυρίως σε αυτοδιοικητικό επίπεδο, γιατί θίγονται τοπικές εξουσίες, συμφέροντα και πελατειακές σχέσεις.
Συμπερασματικά, η χώρα μας έχει σοβαρό πρόβλημα με τη λειψυδρία και γενικά με την διαχείριση των υδατικών της πόρων. Η αντιστροφή της κατάστασης, με γενναία μεταρρύθμιση, απαιτεί χρόνο και πολιτικό θάρρος. Εκτιμώ, όμως, πως χάθηκε πολύτιμος χρόνος για τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις και ήδη βρισκόμαστε ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο. Και είναι ευνόητο πως σε προεκλογικές περιόδους ούτε τα «κακώς κείμενα» θίγονται, ούτε μεταρρυθμίσεις, που αντιμάχονται συμφέροντα και κατεστημένες νοοτροπίες, γίνονται. Μακάρι να κάνω λάθος!