Η φωτογραφία της ημέρας

Λατέρνα, φτώχεια και …μεροκάματο!

Ο ήχος της λατέρνας ήχησε σήμερα στο κέντρο της Καλαμάτας, στην Αριστομένους και στη Χρ. Κουμάντου με τραγούδια μιας άλλης εποχής και με μια λατέρνα 50 και βάλε ετών να παρέχει μεροκάματο στον χειριστή και στην γυναίκα του που μάζευε ευγενικά τα κέρματα!

Η ιστορία της λατέρνας (la torno = αυτό που γυρίζει) χάνεται στο χρόνο.
Λέγεται ότι η πρώτη λατέρνα κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευαστή πιάνων στο Bristol της Αγγλίας, ο οποίος έβγαλε τα πλήκτρα και τα αντικατέστησε με έναν κύλινδρο με καρφιά.

Κυκλοφόρησε στο Βέλγιο, στη Γαλλία, Βόρεια Ιταλία και στις Ανατολικές Πολιτείες της Αμερικής. Είχε μια εκρηκτική εξάπλωση, ειδικά στις Ελληνικές παροικίες της Ευρώπης και της Ανατολής.

Κυρίως στη Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βουκουρέστι κλπ, με τεχνίτες Έλληνες και αρκετούς Αρμένιους, που έγραψαν Ελληνική και Ευρωπαϊκή μουσική.

Η πρώτη ελληνική λατέρνα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880. Τότε η συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και του Ιταλού Jugepe Turconi απέφερε την λατέρνα.

Οι δυο τους πολλοί καλοί φίλοι με έντονες μουσικές και κατασκευαστικές δεξιότητες έφτιαξαν στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη λατέρνα. Είχαν δημιουργήσει ένα συνεταιρισμό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κομμάτια.

Ο Turconi ασχολιόταν με το κατασκευαστικό κομμάτι ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το “σταμάτημα” των τραγουδιών.

Είχε το σχήμα μεγάλου κιβωτίου που μπορούσε να κουβαληθεί στις πλάτες του και συνήθως ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να χωράει εννέα τραγούδια.

Στην Κωνσταντινούπολη ήταν “αρχόντισσα και κυρά” σύμφωνα με τη Ζάννα Αρμάου.
Βασίλευε στα πολυτελή εστιατόρια του Βοσπόρου, τότε που ο ελληνισμός της Πόλης ζούσε τη “χρυσή του εποχή”.

Όλα τα μεγάλα κέντρα και τα πλουσιόσπιτα της Πόλης και της Μικράς Ασίας, είχαν τις δικές τους λατέρνες.

Δεν γινόταν γάμος ή χορός ή άλλη γιορτή χωρίς λατέρνα που να παίζει μέχρι το πρωί.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5.000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός, γατί σε σχέση με τον τότε πληθυσμό είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα.

Η λατέρνα μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση….κυριολεκτικά τίποτα.
Ο κόσμος με τη λατέρνα ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, τραγούδησε….

Γράφτηκαν σ αυτήν τραγούδια Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα.
Εθνικά εμβατήρια , ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό.

Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ένα σοβαρό κομμάτι από τη μουσική μας κληρονομιά είναι επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις τεχνικές δυνατότητες αυτού του οργάνου.

Ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό της λατέρνας ήταν και το στόλισμά της. Υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν αποκλειστικά στολίδια και άλλα είδη γι αυτήν.
Είχαν σκεπάσματα από δέρμα σε διάφορα χρώματα, με κεντίδια σκαλισμένα διάτρητα. Αυτές ήταν οι φορεσιές. Υπήρχαν βελούδινα σκεπάσματα με ρέλι, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις (πχ 2 κοπέλες να κρατούν την ελληνική σημαία, ή παραστάσεις από μάχες του 1821.

Κύριο βάρος στο στολισμό της λατέρνας είχαν οι χάντρες, τα κομπολόγια και οι εικόνες.
Η εικόνα που είχαν στη μέση, ήταν σχεδόν πάντοτε της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζας Εσκενάζυ. Τέλος, τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα ήταν ξυλόγλυπτα.

Η λατέρνα γίνεται μόδα. Όσοι μπορούν να πληρώσουν παίρνουν ένα όργανο στο σπίτι. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας χρησιμοποιούν τον ήχο της για να ντύσουν τα τραγούδια τους.

Η λατέρνα μπαίνει στο soundrack κι άλλων ταινιών, όπως το “Ποτέ την Κυριακή”, “Τα κόκκινα φανάρια”. ακόμα και ξένων παραγωγών όπως το “Απόδραση στην Αθήνα”.
Όμως οι μέρες της μεγάλης δόξας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.

Με τη χούντα μάλιστα έρχονται και νέες περιπέτειες για τους περιπλανώμενους οργανοπαίκτες που οδηγούνται στα κρατητήρια με την κατηγορία της επαιτείας.

Μαζί με τα όργανα χάθηκαν σιγά – σιγά και οι τεχνίτες της λατέρνας. Το 1978 ο Νίκος Αρμάος έλεγε: “Εγώ την αγαπάω σαν παιδί μου, σα να τη γέννησα εγώ, αλλά δεν τη βλέπω να έχει πιότερη ζωή από τη δική μου” Στις 14 Μαΐου 1979 ο Νίκος Αρμάος πεθαίνει.
Τη σκυτάλη παίρνει ο 65χρονος τότε, γιος του Τζούλιος και συνεχίζει μέχρι το δικό του θάνατο το Φεβρουάριο του 1995.

Μετά το θάνατο του Αρμάου, συνεχιστής του έργου του έγινε ο Αντώνης Νασιόπουλος, που πολύ βοήθησε και επηρεάστηκε από τον προηγούμενο.

Άλλος επίσης άξιος συνεχιστής είναι ο Πάνος Ιωαννίδης από τη Θεσσαλονίκη, που έκανε μεγάλη προσπάθεια για την αναβίωση και την κατασκευή της λατέρνας.

Το βιβλίο του μάλιστα “Λατέρνα η αρχόντισσα του δρόμου” είναι το μοναδικό που κυκλοφορεί για τη λατρεία αυτή τη στιγμή.

Πηγή: grtimes.info

Δημοφιλέστερα

To Top