Σε πανελλαδική 24ωρη απεργία προχωρούν οι δημόσιοι υπάλληλοι με απόφαση της ΑΔΕΔΥ την Πέμπτη 28 Αυγούστου2025 με αφορμή την εισαγωγή στην Ολομέλεια της Βουλής για ψήφιση του νομοσχεδίου για το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο.
Η Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων εκφράζει την αντίθεσή της, εκτιμώντας ότι προωθεί «την ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής, κοινωνικής και πολιτικής δράσης, στην εξομοίωσή τους με αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου» και ζητάει την απόσυρση του νομοσχεδίου.
Στην Αθήνα καλεί στους εργαζόμενους του Λεκανοπεδίου στο Δημόσιο να δώσουν το «παρών» στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας που θα γίνει στο Σύνταγμα στις 10:00πμ.
Στην απεργία συμμετέχουν ομοσπονδίες μέλη της ΑΔΕΔΥ από το χώρο της υγείας (ΟΕΝΓΕ, ΠΟΕΔΗΝ), της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΠΟΕ-ΟΤΑ), της Παιδείας (ΟΛΜΕ, ΔΟΕ) κλπ.
Ζητήματα στα οποία επικεντρώνεται η διαμαρτυρία περιλαμβάνουν:
Ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής, κοινωνικής και πολιτικής δράσης.
Εξομοίωση αυτών των δράσεων με ποινικά αδικήματα.
Κατάργηση του Β΄ Βαθμού Πειθαρχικών Συμβουλίων και του δικαιώματος ένστασης.
Αλλαγή της σύνθεσης των Πειθαρχικών Οργάνων μέσω αποπομπής εκπροσώπων εργαζομένων και δικαστικών.
Εισαγωγή εξαιρετικά υψηλών προστίμων για τους εργαζόμενους
Βασικές ρυθμίσεις του νέου Πειθαρχικού Δικαίου: Καινοτομίες και αλλαγές
Βασική μεταρρύθμιση που εισάγεται με το νομοσχέδιο έγκειται στην κατάργηση του πειθαρχικού συστήματος σε δύο επίπεδα (Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Συμβούλια) και τη δημιουργία ενός ενιαίου Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα (εφεξής το «Συμβούλιο») ως πειθαρχικό όργανο. Καταργείται επίσης η συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων, καθώς και η ανάμειξη δικαστών, και προβλέπεται η στελέχωση του Συμβουλίου αποκλειστικά από πενήντα (50) λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, με στόχο την αποφυγή των καθυστερήσεων που παρατηρούνται υπό το λόγω της παράλληλης απασχόλησης των προεδρευόντων δικαστικών λειτουργών και της μη συγκρότησης απαρτίας.
Ταυτόχρονα το νέο πλαίσιο προβλέπει τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων στις διαδικασίες, ενώ θεσπίζει αυστηρά χρονοδιαγράμματα και προθεσμίες για κάθε στάδιο της διαδικασίας, από την άσκηση της δίωξης μέχρι την έκδοση της απόφασης, με σκοπό την ταχεία απονομή της πειθαρχικής δικαιοσύνης. Το νομοσχέδιο διευρύνει τα πειθαρχικά παραπτώματα και αυστηροποιεί τις ποινές. Επιπλέον, θεσπίζονται νέες ποινές, όπως η στέρηση μισθολογικού κλιμακίου και η επιβολή διοικητικών προστίμων.
Πειθαρχικό δίκαιο δημοσίων υπαλλήλων: Τι επισημαίνει ο Συνήγορος του Πολίτη για τις προτεινόμενες αλλαγές
Ο Συνήγορος του Πολίτη εκφράζει ενστάσεις για την εφαρμογή των νέων πειθαρχικών ρυθμίσεων στις Ανεξάρτητες Αρχές, υπογραμμίζοντας την ανάγκη προστασίας της θεσμικής τους αυτοτέλειας, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα
Ο Συνήγορος του Πολίτη κατέθεσε υπόμνημα με παρατηρήσεις επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών, με τίτλο: «Αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, σύσταση Ελληνικού Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων και λοιπές διατάξεις», το οποίο εξετάζεται αυτή την περίοδο από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.
Το εν θέματι σχέδιο νόμου αποτελείται από τρία μέρη. Με το πρώτο προτείνεται η διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου πειθαρχικής διαδικασίας στην δημόσια διοίκηση, με στόχο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητάς της. Με το τρίτο μέρος προτείνονται ρυθμίσεις για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας και για ζητήματα υπηρεσιακών μεταβολών του ανθρώπινου δυναμικού του δημόσιου τομέα, καθώς και η επίλυση επιμέρους αυτοδιοικητικών ζητημάτων.
Ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό και την επιτάχυνση της πειθαρχικής δικαιοσύνης και για θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων δημόσιου τομέα
Η κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας παρίσταται θεμελιώδης για τη διατήρηση της εύρυθμης λειτουργίας του Συνηγόρου του Πολίτη, μίας Ανεξάρτητης Αρχής, της οποίας ο νομικός χαρακτήρας (και συνακολούθως το νομικό καθεστώς) προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 101Α και 103 παρ. 9 Συντ.) και ως εκ τούτου δεν δύναται να αναρρυθμιστεί από τον κοινό νομοθέτη. Η δε σύσταση και λειτουργία της ως ιδιόμορφης διοικητικής οντότητας υπόκειται μόνο σε κοινοβουλευτικό και δικαστικό έλεγχο.
Η ειδική πειθαρχική αρμοδιότητα προβλέπεται για τα πειθαρχικά συμβούλια των συνταγματικώς προβλεπόμενων Ανεξάρτητων Αρχών. Εν προκειμένω, με βάση το ισχύον πλαίσιο, το οποίο δεν τροποποιείται με το παρόν σχέδιο νόμου, τα πειθαρχικά συμβούλια εντάσσονται στην εν γένει οργάνωση του Συνηγόρου του Πολίτη ως ανεξάρτητης αρχής και θα πρέπει να είναι σύμφωνα με το καθεστώς διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας της Αρχής, η οποία απολαμβάνει ένα ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας και αυτοτέλειας προς τον σκοπό αμερόληπτης και αντικειμενικής επιτέλεσης της αποστολής με την οποία έχει επιφορτιστεί.
Η πειθαρχική ευθύνη συνδέεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και την ανάγκη προστασίας του κύρους και της εύρυθμης λειτουργίας της Αρχής, εφαρμοζομένων αναλογικώς των γενικών διατάξεων πειθαρχικού δικαίου, οι οποίες θα πρέπει να προσαρμοστούν στις ιδιαιτερότητες της λειτουργίας της. Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η συνταγματική επιταγή περί λειτουργικής, διοικητικής και οικονομικής ανεξαρτησίας των Ανεξάρτητων Αρχών εν γένει, προκειμένου αφενός να διασφαλίζεται το κύρος, η αξιοπιστία και η εύρυθμη λειτουργία αυτών και αφετέρου να τηρούνται τόσο οι γενικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου όσο και εν γένει του κράτους δικαίου.
Με το άρθρο 10 του σχεδίου νόμου επέρχονται τροποποιήσεις στην απαρίθμηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων. Μεταξύ των τροποποιήσεων περιλαμβάνεται η νέα διατύπωση του σχετικού ειδικού πειθαρχικού παραπτώματος της μη συνεργασίας με τις Ανεξάρτητες Αρχές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μη ανταπόκριση στο καθήκον πληροφόρησης, η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας, χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας του Συνηγόρου του Πολίτη συνιστά παράβαση της κατά το άρθρο 4 παρ. 5 και 11 του ν. 3094/2003 υποχρέωσης (βλ. και ΣτΕ 606/2017, 2882/2014, 1387/2010), η οποία έχει διαχρονικά επισημανθεί στις εκθέσεις (ειδικές και ετήσιες) του Συνηγόρου του Πολίτη.
Ρυθμίσεις για την κτήση ελληνικής ιθαγένειας και το Ειδικό Ληξιαρχείο
Στα άρθρα 94-98 του σχεδίου νόμου περιλαμβάνονται χρήσιμες ρυθμίσεις, κατά βάση νομοτεχνικού χαρακτήρα. Επισημαίνεται ως θετική πρακτική η επανάληψη ολόκληρων των τροποποιουμένων διατάξεων αντί της απλής παράθεσης των μεταβολών, καθώς έτσι αποφεύγεται ο κίνδυνος παρανοήσεων. Στο άρθρο 94 αναδιατυπώνονται, κατά τρόπο σαφέστερο, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το Ειδικό Ληξιαρχείο διατηρεί την αρμοδιότητα σύνταξης πράξεων για γεγονότα εξωτερικού. Επισημαίνεται μόνον ως προβληματική η νέα διατύπωση «Στο Ειδικό Ληξιαρχείο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις … μεταγράφονται ή συντάσσονται πρωτογενώς πράξεις επιχωρίων αρχών της αλλοδαπής που αφορούν σε γεγονότα αστικής κατάστασης … τα οποία συνέβησαν στην αλλοδαπή».
Κατά νομική ακριβολογία, το Ειδικό Ληξιαρχείο δεν μπορεί να συντάξει πρωτογενώς πράξεις «επιχωρίων αρχών της αλλοδαπής», καθώς οι εν λόγω συντασσόμενες αποτελούν εξ ορισμού πράξεις του Ειδικού Ληξιαρχείου και όχι του Προξενείου, οπότε ορθότερη θα ήταν η διατύπωση:
«Στο Ειδικό Ληξιαρχείο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις … μεταγράφονται πράξεις επιχωρίων αρχών της αλλοδαπής που αφορούν σε γεγονότα αστικής κατάστασης … τα οποία συνέβησαν στην αλλοδαπή, ή συντάσσονται πρωτογενώς ληξιαρχικές πράξεις για τέτοια γεγονότα οι οποίες υποκαθιστούν τις ελλείπουσες σχετικές πράξεις των επιχωρίων αρχών της αλλοδαπής».
Στο άρθρο 96, η προϊσχύουσα διατύπωση «…για όσους έχουν πιστοποιηθεί με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%» διορθώνεται σε «…για όσους έχουν πιστοποιηθεί με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω», επιλύοντας, έτσι, ερμηνευτικά προβλήματα και ανεπιεικείς καταστάσεις που είχαν ανακύψει σε πολυάριθμες περιπτώσεις πιστοποίησης αναπηρίας σε ποσοστό ακριβώς 67%, οι οποίες δεν ήταν σαφές αν υπάγονται ή όχι στην επίμαχη ευνοϊκή ρύθμιση.
Στο άρθρο 97, ορθώς καταργείται ως περιττή η ρύθμιση περί ορκωμοσίας όποιου αποκτά την ελληνική ιθαγένεια με δήλωση μετά την ενηλικίωσή του κατά το άρθρο 1Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας.
Τέλος, στο άρθρο 98 επισημαίνεται, επίσης, ως εύλογη η εξαίρεση από τον χρονικό περιορισμό του ενός έτους για την υποβολή νέας αίτησης πολιτογράφησης όσων έχουν υποβάλει αντιρρήσεις κατά εισήγησης της Επιτροπής Πολιτογράφησης. Ο χρονικός αυτός περιορισμός δεν είχε νόημα, καθώς ενδεχόμενη ευόδωση των εν λόγω αντιρρήσεων σημαίνει ακριβώς ότι η διοίκηση αναθεωρεί την απορριπτική εισήγηση της Επιτροπής και, συνεπώς, ότι ο ενδιαφερόμενος θα ήταν ανεπιεικές να εξομοιωθεί προς εκείνους των οποίων η αρχική αίτηση είχε δικαίως απορριφθεί.